-
1 συλλογισμός
συλλογισμόςcomputation: masc nom sg -
2 συλλογισμός
-οῦ ὁ N 2 1-0-0-0-1=2 Ex 30,12; Wis 4,20reckoning, calculation Wis 4,20ἐὰν λάβῃς τὸν συλλογισμόν if you take on a calculation, if you compute Ex 30,12 Cf. HAUSPIE 2002, forthcoming; WEVERS 1990, 494; →LSJ Suppl; LSJ RSuppl -
3 συλλογισμός
συλλογ-ισμός, ὁ,A computation, calculation, κατὰ τοὺς τῶν πατέρων ς. according to the (military) ratings of their fathers, D.S.17.94; κατὰ τὸν σ. τοῦ κοινοῦ πολέμου ἔχειν τὰ κτήματα shall have the property according to the assessment of.., SIG364.38 (Ephesus, iii B.C.).3 plan, scheme,συνελογίσατο.. συλλογισμὸν Ἰβηρικὸν καὶ βαρβαρικόν Plb.3.98.3
; οὐ τῇ τύχῃ πιστεύων ἀλλὰ τοῖς ς. Id.10.7.3.II putting together of observed facts, Pl.Cra. 412a;σ. ἐστιν ὅτι τοῦτο ἐκεῖνο Arist.Rh. 1371b9
: generally, inference, Phld.Sign.14, al.2 in the Logic of Arist., a syllogism or deductive argument, defined provisionally as an argument in which, certain things being posited, something different from them necessarily follows, APr. 24b18, cf. 47a34, al.; of several kinds, e.g. ὁ ἀποδεικτικὸς ς. APo. 74b11; ὁ διαλεκτικὸς ς. Top. 100a22; ἐριστικὸς ς. ib. b24; sts. opposed to ἐπαγωγή (q.v.); ὁ ἐξ ἐπαγωγῆς ς. the syllogism which springs out of induction, APr. 68b15;τὸ ἐνθύμημα σ. τις Rh. 1355a8
.III Rhet., inference from written to unwritten law, Hermog.Stat.2, al. (cf. Syrian.in Hermog.2.198 R., al.): pl., ib.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογισμός
-
4 συλλογισμός
1) reasoning2) syllogismΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συλλογισμός
-
5 συλλογισμοί
συλλογισμόςcomputation: masc nom /voc pl -
6 συλλογισμούς
συλλογισμόςcomputation: masc acc pl -
7 συλλογισμέ
συλλογισμόςcomputation: masc voc sg -
8 συλλογισμόν
συλλογισμόςcomputation: masc acc sg -
9 συλλογισμώ
συλλογισμόςcomputation: masc gen sg (doric aeolic)——————συλλογισμόςcomputation: masc dat sg -
10 ἐπιλογισμός
ἐπιλογ-ισμός, ὁ,A reckoning, calculation, Arist.Pol. 1322b35 codd. (pl.); of dates, D.H.1.74 (pl.);τῆς αἰτίας Plu.2.435b
;τῶν φαινομένων Phld.Sign.22
;ἐξ ἐπιλογισμοῦ Ph.1.168
, al., J.AJ15.10.2: generally, reflection, consideration, opp. ἀπόδειξις, Epicur.Ep.1p.25U.,cf.Sent.20, Phld.Ir.p.92 W. (pl.); κατ' ἐπιλογισμὸν οὐδένα on no fixed or reasoned principle, Heph. 16.1;μηδεμίαν ἐπιστροφὴν μηδ' ἐ. ἔχων Chrysipp.Stoic.3.187
; ἐπιλογισμός defined as a generally accepted inference, Stoic.2.89, cf. Gal. Sect.Intr.5, Menodot. ap. eund.Subf.Emp.12: practically, = συλλογισμός,ὃ διὰ τοιούτου τινὸς ἐ. συνεβίβαζον οἱ Πυθαγορικοί Theol.Ar.47
; but perh. of inductive reasoning, opp. συλλογισμός, Phld.Herc.1003; higher reasoning, opp. λογισμός, Plot.1.3.6.2. signification, Iamb. Protr.21.ί.3. description, account, Apollod.Poliorc.138.13 (pl.), Erasistr. ap. Gal.8.317.II. afterthought, later consideration, opp. προλογισμός, Hierocl. in CA18p.460M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλογισμός
-
11 ξυλλογισμοίς
-
12 ξυλλογισμοῖς
-
13 ξυλλογισμούς
συλλογισμούς, συλλογισμόςcomputation: masc acc pl -
14 ξυλλογισμώ
-
15 ξυλλογισμῷ
-
16 ξυλλογισμώι
-
17 ξυλλογισμῶι
-
18 ξυλλογισμών
-
19 ξυλλογισμῶν
-
20 συλλογισμοίς
См. также в других словарях:
συλλογισμός — computation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
συλλογισμός — ο 1. ορισμένο είδος λογικής διεργασίας κατά το οποίο από δύο προκείμενες συνάγεται ένα συμπέρασμα κατά λογική ακολουθία: Τρεις είναι οι όροι του συλλογισμού: το υποκείμενο, το κατηγόρημα και ο μέσος όρος. 2. συλλογή, επίμονη σκέψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συλλογισμοῖς — συλλογισμός computation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμοί — συλλογισμός computation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμοῦ — συλλογισμός computation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμούς — συλλογισμός computation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμέ — συλλογισμός computation masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμῶ — συλλογισμός computation masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμῶν — συλλογισμός computation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμῷ — συλλογισμός computation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)