-
1 συκοπεδιλος
2
См. также в других словарях:
συκοπέδιλος — ὁ, Α (ως παρωδία τής ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνο πέδιλος] … Dictionary of Greek
συκοπέδιλε — συκοπέδιλος fig sandaled masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)