Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συγκατα-ζῶ

См. также в других словарях:

  • συγκαταγνύντες — συγκατᾱγνύντες , σύν κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταριθμημένη — συγκατᾱριθμημένη , σύν καταριθμέω count perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταψύχει — συγκατᾱψύχει , σύν , κατά ἀψυχέω swoon imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) σύν , κατά ἀψυχέω swoon pres imperat act 2nd sg (attic epic) σύν , κατά ἀψυχέω swoon imperf ind act 3rd sg (attic epic) συγκαταψύ̱χει , σύν καταψύχω cool pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατάξω — συγκατά̱ξω , συγκατάγω bring down along with aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) συγκατάγω bring down along with aor subj act 1st sg συγκατάγω bring down along with fut ind act 1st sg συγκατάγω bring down along with aor ind mid 2nd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταπατήσει — συγκαταπᾱτήσει , σύν , κατά , ἀπό ἀτάομαι suffer futperf ind pass 2nd sg (attic doric ionic aeolic) σύν , κατά ἀπατάω cheat aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) σύν , κατά ἀπατάω cheat fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) σύν , κατά… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατακλείω — ΜΑ, και ιων. τ. συγκατα κληΐω, δωρ. τ. συγκατακλαίζω Α [κατακλείω] κλείνω πολλά ή πολλούς μαζί στον ίδιο τόπο …   Dictionary of Greek

  • συγκαταπράσσω — και αττ. τ. συγκατα πράττω Α ενεργώ από κοινού, επιτελώ ταυτοχρόνως («τῷ δὲ τούτων γλίχεσθαι τάδε συγκατέπραξαν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταπράσσω «εκτελώ, καταφέρνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»