-
1 εφοραω
ион. ἐποράω (fut. ἐπόψομαι, aor. ἐπεῖδον - NT. ἐφεῖδον, inf. aor. ἐπιδεῖν) редко med.1) иметь наблюдение, надзор, наблюдать, обозревать(πάντ΄ ἐ. καὴ πάντ΄ ἐπακούειν Hom.)
2) быть свидетелем, замечать, видеть перед собой(Ἀγαμέμνονος μόρον Aesch.)
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου Thuc. — часть острова (Делоса), которую можно было видеть с (высоты) храма;πρὴν ταῦτα ἐπιδεῖν ὑφ΄ ὑμῶν γενόμενα Xen. — прежде, чем (мне) увидеть такие ваши деяния;τὰ πρήγματα ἐπορᾶν καὴ διέπειν Her. — следить за делами и управлять ими3) хранить, оберегать(θεοὴ σὲ ἐπορέωσι Her.)
4) видеть, переживать, испытывать(πολλὰ κακά Hom.; τὰ χαλεπώτατα Xen.)
5) производить проверку, осматриватьἄλλοτε ἀλλαχῇ περιελαύνων ἐφεώρα Xen. — (Кир), переезжая с места на место, производил осмотр (войсковых частей)
6) высматривать (себе), выбирать(πάντ΄ ἐφορῶν καὴ διοιχῶν Dem.; τὸν αὑτοῦ οἶκον καὴ θεράποντας Plut.)
τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι Hom. — их (делегатов к Ахиллу) я сам выберу7) рассматривать, разглядывать, разбирать(ἔκαστα τῶν συγγραμμάτων Her.)
8) предвидеть(τὰ μέλλοντα Soph.)
9) посещать, навещать(ὅντινα τετρωμένον Xen.)
-
2 καταλειψις
1) оставление (после себя потомству)(συγγραμμάτων Plat.)
2) оставление (у себя дома), т.е. сбережение(τῶν ἵππων Arst.)
См. также в других словарях:
συγγραμμάτων — σύγγραμμα writing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγραμμάτων — συγγραμμάτων , σύγγραμμα writing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρολογία — Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του βίου και ιδίως με την έρευνα και τη σπουδή των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εδικότερα, η π. εξετάζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, τη γνησιότητα ή μη των έργων τους,… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
АДРАСТ АФРОДИСИЙСКИЙ — АДРАСТ АФРОДИСИЙСКИЙ (Ἄδραστος ὁ Ἀφροδισιεύς) (2 в. н. э.), представитель позднего периода Перипатетической школы. Порфирий в «Жизни Плотина» упоминает А. в числе комментаторов, которых читал в Риме со своими учениками Плотин (V. Plot. 14,… … Античная философия
Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης … Википедия
Ισορροπικά — Ἰσορροπικά, τὰ (Α) [ίσόρροπος] τίτλος δύο συγγραμμάτων τού Αρχιμήδη περί ισορροπίας … Dictionary of Greek