-
1 συγγιγνωσκω
ион. συγγῑνώσκω тж. med.1) одинаково думать, решать вместе (с кем-л.), быть одинакового мнения, соглашаться(τινί Xen.; τινί τι Isae.)
μετὰ πολλῶν τέν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν Thuc. — (хиосцы) разделяли это заблуждение со многими;οὐ ὅ συγγνωσόμενός τοι πάρα Her. — нет такого, кто согласился бы с тобой;συγγνόντες οἴχοντο ἀποστάντες Her. — согласившись, они отказались от своего намерения2) ( обычно с ἑαυτῷ) признавать(ся), сознавать(ся)συνέγνωσαν καὴ αὐτοὴ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες Lys. — они сами признали, что поступили незаконно;
συγγινωσκόμενος τῶν ἀνθρώπων εἶναι βαρυσυμφορώτατος Her. — считая себя несчастнейшим из людей;οὔ οἱ συγγινώσκων λέγειν ἀληθέα Her. — не поверив тому, что он говорит правду;παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες (pl. m = sing. f) Soph. — (в этом случае) я готова была бы, стерпев, признать себя виновной3) извинять, прощатьσ. τινί τι Aesch., Eur. и τινί τινος Eur., Plat.; — прощать кому-л. что-л.;
σύγγνωθι ἡμῖν τοῖς λελεγμένοις Eur. — прости мне мои слова;ἥ βία γὰρ ταῦτ΄ ἀναγκάζει με δρᾶν, ξύγγνωτε Soph. — ведь необходимость заставляет меня делать это, простите (меня) -
2 ξυγγνωστος
2[adj. verb. к συγγιγνώσκω См. συγγιγνωσκω]1) извинительный, простительный, допустимый(τινι Soph., Eur., Arph., Plut.)
2) ( о людях) заслуживающий снисхождения Luc.συγγνωστὸν ποιεῖν τινα Plut. — приводить в чьё-л. оправдание, оправдывать кого-л.
-
3 συγγνωστος
2[adj. verb. к συγγιγνώσκω См. συγγιγνωσκω]1) извинительный, простительный, допустимый(τινι Soph., Eur., Arph., Plut.)
2) ( о людях) заслуживающий снисхождения Luc.συγγνωστὸν ποιεῖν τινα Plut. — приводить в чьё-л. оправдание, оправдывать кого-л.
См. также в других словарях:
συγγιγνώσκω — think with pres subj act 1st sg συγγιγνώσκω think with pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγιγνώσκω — ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α [γιγνώσκω] (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεγνωσμένος, η, ον από κοινού κατανοητός, από κοινού αντιληπτός αρχ. 1. έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ με κάποιον 2. (νομ.) έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον 3. μυούμαι στη γνώση… … Dictionary of Greek
συγγιγνώσκετε — συγγιγνώσκω think with pres imperat act 2nd pl συγγιγνώσκω think with pres ind act 2nd pl συγγιγνώσκω think with imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγινώσκετε — συγγιγνώσκω think with pres imperat act 2nd pl (ionic) συγγιγνώσκω think with pres ind act 2nd pl (ionic) συγγιγνώσκω think with imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγινώσκῃ — συγγιγνώσκω think with pres subj mp 2nd sg (ionic) συγγιγνώσκω think with pres ind mp 2nd sg (ionic) συγγιγνώσκω think with pres subj act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγνωσμένα — συγγιγνώσκω think with perf part mp neut nom/voc/acc pl συνεγνωσμένᾱ , συγγιγνώσκω think with perf part mp fem nom/voc/acc dual συνεγνωσμένᾱ , συγγιγνώσκω think with perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγιγνώσκοντα — συγγιγνώσκω think with pres part act neut nom/voc/acc pl συγγιγνώσκω think with pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνεγίγνωσκον — συγγιγνώσκω think with imperf ind act 3rd pl συγγιγνώσκω think with imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνέγνων — συγγιγνώσκω think with aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) συγγιγνώσκω think with aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύγγνωτε — συγγιγνώσκω think with aor imperat act 2nd pl συγγιγνώσκω think with aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγιγνωσκόντων — συγγιγνώσκω think with pres part act masc/neut gen pl συγγιγνώσκω think with pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)