Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συγγενής

  • 21 родной

    [ραντνόϊ] επ συγγενής

    Русско-эллинский словарь > родной

  • 22 родственник

    [ρότστβιννικ] ουσ α συγγενής

    Русско-эллинский словарь > родственник

  • 23 дальний

    επ..
    1. μακρινός•

    -ее расстояние μακρινή απόσταση•

    -ее плавание υπερπόντιος πλους, ωκεανοπλοΐα ή μακρινό ταξίδι.

    2. απομακρυσμένος, απόμακρος, αλαργινός•

    -ие деревни απομακρυσμένα χωριά•

    в -ие временагота παλιά χρόνια, τον παλιό καιρό.

    3. (γιά συγγένεια) μακρινός•

    дальний родственник μακρινός συγγενής•

    они -яя родня αυτοί είναι μακρινοί συγγενείς•

    -ее родство μακρινή συγγένεια.

    4. παλ. έξυπνος, οξυδερκής νους, τετραπέρατος•

    человек он -го ума του κόβει πολύ το μυαλό•

    он не из -их δεν είναι από εκείνους τους έξυπνους.

    εκφρ.
    без -их слов, разговоров, околичностей – χωρίς μακρολογίες, κουβέντες, περιστροφές.

    Большой русско-греческий словарь > дальний

  • 24 доводить

    -вожу, -водишь, ρ.δ.
    1. βλ. довести.
    2. (τεχ.) ετοιμάζω ολόπλευρα τη δουλιά (για μηχανή, εργοστάσιο κλπ.).
    1. βλ. довестись.
    2. μέ δοτ. φέρνομαι, κάνομαι για συγγενής.

    Большой русско-греческий словарь > доводить

  • 25 наречие

    ουδ.
    1. διάλεκτος.
    2. συγγενής γλώσσα.
    ουδ.
    το επίρρημα.

    Большой русско-греческий словарь > наречие

  • 26 нашенский

    -ая, -ое (απλ.) δικός μας. || κοντινός, ο εγγύς συγγενής.

    Большой русско-греческий словарь > нашенский

  • 27 отдалённый

    επ. από μτχ.
    μακρινός, αλαργινός απόμακρος απομακρυσμένος•

    отдалённый край απομακρυσμένη.περιοχή•

    -ые времена παλαιά χρόνια, παρωχημένοι χρόνοι•

    -ая древность η πολύ παλαιά (απώτατη) αρχαιότητα•

    -ое будущее το απώτατο μέλλον•

    -ое прошлое το μακρινό παρελθόν•

    -ое родство μακρινή συγγένεια•

    отдалённый родственник μακρινός συγγενής.

    || απόκεντρος. || ελάχιστος, ασήμαντος•

    -ое сходство ελάχιστη ομοιότητα.

    || αποξενωμένος αδιάφορος.

    Большой русско-греческий словарь > отдалённый

  • 28 родич

    α.
    1. παλ. μέλος γένους (φυλής).
    2. (απλ.) συγγενής.

    Большой русско-греческий словарь > родич

  • 29 роднить

    -ню, -нишь
    ρ.δ.μ.
    1. συγγενεύω• κάνω συγγενείς, αποκτώ συγγένεια.
    2. ενώνω, συσχετίζω. || προσεγγίζω, πλησιάζω.
    1. συγγενεύομαι, γίνομαι, συγγενής.
    2. συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά. || προσεγγίζομαι• εξομοιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > роднить

  • 30 родной

    επ.
    1. γνήσιος, καθαρός• πραγματικός•

    родной отец πραγματικός πατέρας (όχι πατριός)•

    -ая мать πραγματική μάνα (όχι μητριά)•

    брат γνήσιος (καθ εαυτού) αδερφός.

    || συγγενής.
    2. ουσ. πλθ. -ые οι συγγενείς•

    у него нет -ых αυτός δεν έχει συγγενείς•

    дальние -ые μακρινοί συγγενείς.

    3. της γέννησης•

    родной край, -ая сторона η ιδιαίτερη πατρίδα, η γενέτειρα•

    родной город η γενέτειρα πόλη•

    -ое село το χωριό που γεννήθηκα, χωριό-γενέτειρα.

    4. αγαπητός, ακριβός, προσφιλής• εγκάρδιος• επιστήθιος. || (κλήση, προσφώνηση)• αγαπητέ, καλέ, φίλτατε.
    εκφρ.
    родной язык – μητρική γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > родной

  • 31 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 32 свойственник

    α. -ца, -ы θ.
    συγγενής από αγχιστεία.

    Большой русско-греческий словарь > свойственник

  • 33 смежный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно
    γειτονικός, διπλανός•

    -ая комната διπλανό δωμάτιο•

    -ое село διπλανό χωριό.

    || μτφ. συναφής, συγγενής, παραπλήσιος•

    -ые понятия συναφείς έννοιες.

    || όμορος, μεθόριος.

    Большой русско-греческий словарь > смежный

  • 34 сродный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. συγγενής, παραπλήσιος, παρόμοιος•

    -ые понятия συγγενείς έννοιες.

    2. έμφυτος. || επιρρεπής.

    Большой русско-греческий словарь > сродный

  • 35 чужак

    α.
    -чка, -и θ.
    ξένος, -η, ξενομερίτης, -ισσα. || μη συγγενής. || μη ομοϊδεάτης• ο άσχετος.

    Большой русско-греческий словарь > чужак

См. также в других словарях:

  • συγγενής — congenital masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • συγγενῆς — συγγενεύς masc nom pl συγγενεύς masc nom/voc pl συγγενής congenital masc/fem acc pl (attic epic doric) συγγενής congenital masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει δεσμό εξ αίματος ή επιγαμίας, με κάποιον: Είμαστε στενοί συγγενείς. 2. παρόμοιος, παρεμφερής: Αυτές οι δύο γλώσσες είναι συγγενείς. 3. σύμφυτος, αυτός που υπάρχει εκ γενετής: Συγγενής νόσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγενέστερον — συγγενής congenital adverbial comp συγγενής congenital masc acc comp sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκόστομα — Συγγενής διαμαρτία της διάπλασης, που συνίσταται σε μια σχισμή της υπερώας. Η σχισμή μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή εκατέρωθεν αυτής. Μπορεί να αφορά μόνον την υπερώα ή να επεκτείνεται μέχρι το οδοντικό τόξο. Συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ξυγγενής — συγγενής , συγγενής congenital masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενεστάτων — συγγενής congenital fem gen superl pl συγγενής congenital masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενεστέρων — συγγενής congenital fem gen comp pl συγγενής congenital masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενᾶ — συγγενής congenital neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) συγγενής congenital masc/fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενές — συγγενής congenital masc/fem voc sg συγγενής congenital neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»