-
21 σχεδον
Iadv. [σχεῖν]1) на близком расстоянии, близко, вблизи(στῆναι Hom.)
πηὸς μάλα σ. Hom. — ближайший родственник2) на близкое расстояние, вплотную(ἐλθεῖν τινι и τινος Hom.)
3) приблизительно, почтиσ. πάντες Her. — почти все;
σ. παρὰ τοῖσι ἄλλοισι Her. — почти у всех остальных;σ. τι ταὐτά Plat. — почти одно и то же;σ. τι πρόσθεν ἢ … Soph. — незадолго до того, как …;σ. ἐπίσταμαι Soph. — я почти уверен4) быть может, пожалуй, надеюсь, полагаюσ. ἱκανῶς Arst. — пожалуй, достаточно;
σ. τι τέν σέν οὐ καταισχύνω φύσιν Soph. — надеюсь, что (этим) я не порочу твоего рода;σ. οὐ πείσεται Plat. — он, полагаю, не послушается;σ. εἴρηκα ἃ νομίζω συμφέρειν Dem. — я сказал, кажется, (все), что считаю полезным:σ. συνίημι Her. — я склонен думать (что) …5) ( в ответах) пожалуй (что так) Plat.IIв знач. praep. cum gen. et dat.1) близ Hes., Pind.νῆσοι σ. ἀλλήλῃσι Hom. — близко расположенные друг к другу острова;
σ. ὕδατος Hom. — близ реки;σ. ἀνθρώπων Hom. — вблизи людей2) на близкое расстояниеσ. ἔγχεος ἐλθεῖν Hom. — подойти на близкое расстояние к копью
3) ( во времени) близкоθάνατός τοι σ. ἐστι Hom. — смерть твоя близка
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στῆναι — ἵστημι make to stand aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… … Wikipédia en Français
Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
σάλος — ο, ΝΜΑ 1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.) 2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας 3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο… … Dictionary of Greek
υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ … Dictionary of Greek
υποκηρύσσω — και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [κηρύσσω] 1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου) 2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα… … Dictionary of Greek