-
1 kolona
στήλη -
2 sloup
στήλη -
3 sloupec
στήλη -
4 sloupek
στήλη -
5 filar
στήλη -
6 kolumna
στήλη -
7 łam
στήλη -
8 rubryka
στήλη -
9 szpalta
στήλη -
10 column
['koləm]1) (a stone or wooden pillar used to support or adorn a building: the carved columns in the temple.) στήλη, κολόνα2) (something similar in shape: a column of smoke.) στήλη3) (a vertical row (of numbers): He added up the column (of figures) to find the answer.) στήλη4) (a vertical section of a page of print: a newspaper column.) στήλη5) (a section in a newspaper, often written regularly by a particular person: He writes a daily column about sport.) στήλη6) (a long file of soldiers marching in short rows: a column of infantry.) φάλαγγα7) (a long line of vehicles etc, one behind the other.) φάλαγγα• -
11 колонна
-ы θ.1. κολόνα, κίονας, στύλος•гранитная колонна γρανίτινος στύλος•
коринфские -ы κολόνες κορινθιακού ρυθμού•
портик с -ами το περίστυλο, περίστυλη στοά•
основание -ы κιονόβαθρο, κιονοστάτης.
|| στήλη μνημείου, αναθηματική στήλη.2. φάλαγγα•-ы войск φάλαγγες στρατού•
-ы демонстрантов οι φάλαγγες διαδηλωτών•
тракторная колонна φάλαγγα από τρακτέρ.
3. στήλη (αριθμών, λέξεων).4. (τεχ.) στήλη κυλινδρική.εκφρ.пятая колонна – η πέμπτη φάλαγγα. -
12 столб
ο στύλος, η κολόναпозвоночный - см. позвоночникРусско-греческий словарь научных и технических терминов > столб
-
13 смерч
-а α.στρόβιλος, δίνη•снежный χιονοστρόβιλος•
пыльный смерч ανεμοστρόβιλος.
|| στήλη•смерч воды στήλη νερού (υψώθηκε)•
пес-чанный смерч στήλη άμμου (υψώθηκε).
-
14 струя
-и, πλθ. струи κ. παλ. струй θ.1. πίδακας• στήλη (υγρού)• ανάβρα. || πλθ. -и τα νερά, τα ρυάκια•плескание -й το κελάρισμα του ρυακιού.
|| μτφ. ρεύμα• δέσμη• στήλη•струя воздуха ρεύμα αέρα•
струя света δέσμηφωτός•
струя пара, дыма στήλη ατμού, καπνού.
2. μτφ. κατεύθυνση• χαρακτήρας, χαρακτηριστικό.εκφρ.влить (внести) живую -ю – ζωογονώ, ζωηρεύω, δίνω ζωντάνια, κάνω ενδιαφέρον. -
15 батарея
батарея ж 1) эл. 'η ηλε κτρική στήλη, η μπαταρία 2) воен. η πυροβολαρχία* * *ж1) эл. η ηλεκτρική στήλη, η μπαταρία2) воен. η πυροβολαρχία -
16 колонка
колонка ж 1) (в книге и т. п.) η στήλη 2): бензозаправочная \колонка η βενζιναντλία* * *ж1) (в книге и т. п.) η στήλη2)бензозапра́вочная коло́нка — η βενζιναντλία
-
17 позвоночник
-
18 столбец
-
19 столб
столбм1. ὁ στύλος:межево́й \столб τό ὀροθέσιο[ν], τό σύνορο[ν]· дорожный \столб ὁ ὀδοδείκτης, ὁ χιλιομετροδείκτης· пограничный \столб τό ὀρόσημο[ν]· телеграфный \столб τό τηλεγραφόξυλο, ὁ τηλεγραφικός στύλος·2. (воды, воздуха) ἡ στήλη-◊ позвоночный \столб ἡ σπονδυλική στήλη, ἡ ραχοκοκκαλιά· ставить к позорному \столбу́ στηλιτεύω. -
20 графа
-ы θ.1. στήλη γραφής• ευθυγραμμία.2. στήλη κειμένου.
См. также в других словарях:
στήλη — block of stone fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήλῃ — στήλη block of stone fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
στήλη — η 1. όμοια πράγματα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο: Σχημάτισαν δύο στήλες ψηλές με δέματα. 2. πλάκα επιμήκης από μάρμαρο ή άλλο υλικό: Οι αρχαιολόγοι βρήκαν πολλές επιτύμβιες στήλες στον Κεραμεικό. 3. τμήμα σελίδας: Το άρθρο του κάλυψε δύο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρική στήλη — Σύστημα που μετατρέπει τη χημική, θερμική ή ηλεκτρομαγνητική ενέργεια σε ηλεκτρική. Την πρώτη στήλη εφηύρε ο Αλεσάντρο Βόλτα (1800) ύστερα από έρευνες πάνω σε μέταλλα, προς τις οποίες παρακινήθηκε από τις παρατηρήσεις του Γκαλβάνι (1780). Ο Βόλτα … Dictionary of Greek
ατομική στήλη — Συσκευή κατάλληλη για τη χρησιμοποίηση της ενέργειας που εκλύεται από τη σχάση βαρέων στοιχείων. Αυτό γίνεται με την κατάλληλη επιβράδυνση της εξέλιξης της αντίδρασης (βλ. λ. πυρήνας ατομικός). Γενικότερα αυτές οι συσκευές λέγονται πυρηνικοί… … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Стела* — (στήλη) у древних греков название каменных или мраморных столбов, которые служили или в качестве надгробных памятников, или в качестве плит для вырезывания государственных документов. Надгробные С. бывали или без украшений, или с простым… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Стела — (στήλη) у древних греков название каменных или мраморных столбов, которые служили или в качестве надгробных памятников, или в качестве плит для вырезывания государственных документов. Надгробные С. бывали или без украшений, или с простым… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
στηλᾶν — στήλη block of stone fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηλέων — στήλη block of stone fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)