Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

στόμα

  • 1 embouchure

    στόμα

    Dictionnaire Français-Grec > embouchure

  • 2 ujście

    στόμα

    Słownik polsko-grecki > ujście

  • 3 ağın

    στόμα, (alet) στόμιο, άνοιγμα, μπούκα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ağın

  • 4 рот

    рта, προθ. о рте, во рту α.
    1. στόμα•

    рот большой рот μεγάλο στόμα•

    маленький рот στοματάκι•

    открывать рот ανοίγω το στόμα•

    закрывать рот κλείνω το στόμα•

    во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•

    прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•

    дышать ртом αναπνέω με το στόμα.

    2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•

    мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.

    εκφρ.
    зажать (замазать, заткнутьκ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•
    открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•
    смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•
    в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•
    в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•
    в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•
    во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•
    рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώ
    ανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•
    мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•
    разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•
    хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•
    то – παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > рот

  • 5 Lip

    subs.
    P. and V. χεῖλος, τό.
    Mouth: P. and V. στόμα, τό, or pl.
    Edge: P. χεῖλος, τό.
    Lip of a cup: Ar. χεῖλος, τό (Ach. 459), V. κρᾶτα (acc. sing. masc.) (Soph., O.C. 473), or use adj.: P. and V. ἄκρος, agreeing with subs.
    The lip of the cup: P. and V. ἄκρος κλιξ.
    Bite the lips: V. ὀδόντι πρειν στόμα (Soph., frag.).
    Biting the lips: V. χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας (Eur.. Bacch. 621).
    Biting the lips with anger: Ar. ὑπʼ ὁργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων (Vesp. 1083).
    Close the lips ( of another): P. ἐμφράσσειν στόμα. V. ἐγκλῄειν στόμα, γλῶσσαν ἐγκλῄειν.
    Lo! I am silent and close my lips: V. ἰδοὺ σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα (Eur., And. 250).
    Open one's lips: P. διαίρειν τὸ στόμα, V. λειν στόμα.
    No word of lamentation was on their lips: V. οἶκτος δʼ οὔτις ἦν διὰ στόμα (Æsch., Theb. 51).
    With the lips, as opposed to with the heart: P. and V. λόγῳ, V. λόγοις; see in word.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lip

  • 6 рот

    рот
    м τό στόμα· ◊ остаться с открытым ртом (от удивления) μένω μ' ἀνοιχτό τό στόμα· стоять, разинув \рот разг στέκομαι μέ ἀνοιχτό τό στόμα, στέκομαι σάν χάχας· разинуть \рот χάσκω· зажимать кому-л, \рот βουλώνω τό στόμα κάποιου· ему пальца в \рот не клади πρέπει νά τόν προσέχεις, εἶναι ἐπικίνδυνος ἀνθρωπος· не брать в \рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου· в \рот не возьмешь δέν τρώγεται, εἶναι πολύ ἀνοστο· не открывать рта δέν ἀνοίγω τό στόμα μου, δέν λέγω κουβέντα· не сметь рта раскрыть δέν τολμώ ν' ἀνοίξω τό στόμα μου· орать во весь \рот ξελαρυγγίζομαι· хлопот полон \рот погов. ἔχω πολλές σκοτούρες.

    Русско-новогреческий словарь > рот

  • 7 уста

    уста
    мн. поэт. τό στόμα, τά χείλια· ◊ это у всех на \устах ὁ κόσμος τώχει τύμπανο· из уст в \уста ἀπό στόμα σέ στόμα· вашими бы \устами да мед пить погов. ἀπό τό στόμα σου κα£ στοῦ θεοῦ ταύτί.

    Русско-новогреческий словарь > уста

  • 8 уста

    уст, устам πλθ. παλ. στόμα• χείλη.
    εκφρ.
    - ами чьими говорить – επαναλαβαί-νω τα λόγια άλλου, μιλώ με λόγια άλλου•
    из уст в уста – από στόμα σε στόμα•
    из первых уст узнать услышить – μαθαίνω, ακούω από την πηγή, από τον ίδιον, από πρώτο χέρι•
    из вторых или третьих уст узнать, услышать – μαθαίνω, ακούω από δεύτερο, τρίτο πρόσωπο (εξώδικα)•
    на -ах у всех – όλοι το λένε, πανθομολογείται•
    уста вашими бы -ами мд пить – μακάρι να γινότανε όπως λες, από το στόμα σου και στου θεού το αυ τ Ί.

    Большой русско-греческий словарь > уста

  • 9 Tongue

    subs.
    P. and V. γλῶσσα, ἡ, often P. and V. στόμα ( mouth).
    Speech, language: P. and V. γλῶσσα, ἡ, φωνή, ἡ, V. φτις, ἡ, φθόγγος, ὁ.
    Have on the tip of one's tongue: V. διὰ γλώσσης ἔχειν, cf. ἀνὰ στόμʼ ἀεὶ καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν (Eur., And. 95), and ἔχειν διὰ στόμα (Ar., Lys. 855).
    Give tongue, v.: P. and V. κλαγγαίνειν (Xen.); see Bark.
    Give tongue to evil words: V. ἐπιγλωσσᾶσθαι κακά.
    Hold one's tongue: P. and V. σιγᾶν, σιωπᾶν; see keep silence, under Silence.
    Tie ( a person's) tongue: P. ἐμφράσσειν στόμα, Ar. ἐπιβειν στόμα.
    Wield a ready tongue, v.: Ar. γλωττοστροφεῖν.
    Tongue of a balance: Ar. and P. τρυτνη, ἡ.
    Tongue of a musical instrument. P. γλῶσσα, ἡ.
    Tongue of land: P. and V. ἰσθμός, ὁ, αὐχήν, ὁ (Xen. and Eur., El. 1288).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tongue

  • 10 разинуть

    ρ.σ.μ. απλ. (για στόμα) ανοίγω.
    εκφρ.
    разинуть рот – α) ανοίγω το στόμα (λέγω κάτι). β) χαζεύω• χάσκω, γ) θαυμάζω, μένω με ανοιχτό το στόμα (έκθαμβος).

    Большой русско-греческий словарь > разинуть

  • 11 Close

    adj.
    Solid, dense: P. and V. πυκνός.
    Narrow: P. and V. στενός, V. στενόπορος.
    Close-packed: P. and V. πυκνός, ἁθρόος.
    Stifling: Ar. and P. πνιγηρός
    Secret: P. and V. κρυπτός, φανής, δηλος; see also Taciturn.
    Keep close: see Hide.
    Mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.
    Evenly balanced (e.g., a close fight): P. and V. σόρροπος, P. ἀντίπαλος.
    I did not expect the numbers would be so close: P. οὐκ ᾤμην ἔγωγε οὕτω παρʼ ὀλίγον ἔσεσθαι τὸν γεγονότα ἀριθμόν (Plat., Ap. 36A).
    Near: P. ὅμορος, Ar. and V. πλησίος, ἀγχιτέρμων, P. and V. πρόσχωρος; see Near.
    Careful: see Attentive.
    Close relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see Near.
    At close quarters: use adv., P. and V. ὁμόσε, P. συστάδον.
    ——————
    subs.
    Consecrated ground: P. and V. τέμενος, τό, ἄλσος, το (Plat.), V. σηκός, ὁ, σήκωμα, τό.
    End: P. and V. τέλος, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.).
    Cessation: P. and V. διλυσις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. κλῄειν, συγκλῄειν, ποκλῄειν, Ar. and P. κατακλῄειν.
    Put to: P. προστιθέναι.
    Fasten close, etc.: Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν.
    Block up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν.
    Bring to an end: P. and V. τελευτᾶν, P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see End.
    Close ( eyes) of another: P. συλλαμβάνειν (Plat.), V. συμβάλλειν, συναρμόζειν, συνάπτειν, P. and V. συγκλῄειν.
    Close one's eyes: P. and V. μύειν, P. συμμύειν (Plat.), Ar. καταμύειν.
    Close one's mouth: V. ἐγκλῄειν στόμα, Ar. ἐπιβειν στόμα, P. ἐμφράσσειν στόμα.
    Keep quiet and close your mouth: V. ἡσυχάζετε συνθέντες ἄρθρα στόματος (Eur., Cycl. 624); see also Shut.
    Close ranks: P. and V. συντάσσεσθαι, P. συστρέφεσθαι.
    Close with, accept: P. and V. δέχεσθαι (acc.).
    Close with ( an enemy): P. and V. προσβάλλειν (dat.), συμβαλλειν (dat.), ὁμόσε ἰέναι (dat.), P. συμμιγνύναι (dat.); see Engage.
    V. intrans. Come to an end: P. and V. τελευτᾶν, τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, V. ἐκτελευτᾶν.
    Of combatants: P. and V. μχην συνάπτειν, συμβάλλειν, P. συμμιγνύναι, συμμίσγειν, εἰς χεῖρας ἰέναι, V. εἰς ταὐτὸν ἥκειν.
    Shut: P. and V. κλῄεσθαι, συγκλῄεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Close

  • 12 Mouth

    subs.
    P. and V. στόμα, τό.
    Mouth of a river, cave, etc.: P. and V. στόμα, τό, στόμιον, τό, P. ἐκβολή, ἡ.
    A cave with two mouths: V. δίστομος πέτρα, ἡ, ἀμφιτρὴς αὔλιον, τό.
    Way out: P. and V. ἔξοδος, ἡ.
    Way in: P. and V. εἴσοδος, ἡ.
    Be in every one's mouth: V. διὰ στόμα εἶναι.
    By word of mouth: P. ἀπὸ στόματος, P. and V. πὸ γλώσσης (Thuc. 7, 10).
    What is inside and written in the folds of the letter I will tell you by word of mouth: V. τἄνοντα κἀγγεγραμμένʼ ἐν δέλτου πτυχαῖς λόγῳ, φράσω σοι (Eur., I.T. 760).
    Take the words out of one's mouth, v.:Ar. and P. φαρπάζειν (absol.), P. ὑπολαμβνειν (absol.), V. ἁρπάζειν (acc.) (Eur., H.F. 535).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mouth

  • 13 Shut

    v. trans.
    P. and V. κλῄειν, συγκλῄειν, ποκλῄειν, Ar. and P. κατακλῄειν.
    Put to: P. προστιθέναι.
    Fasten (door, etc.): Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν.
    Block up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν.
    Shut the eyes ( of another): P. συλλαμβνειν (Plat.), V. συμβάλλειν, συναρμόζειν, συνάπτειν, P. and V. συγκλῄειν.
    Shut one's eyes: P. and V. μύειν, P. συμμύειν (Plat.), Ar. καταμύειν.
    Shut one's eyes to, wink at, met.: Ar. and P. περιορᾶν (acc.).
    Shut one's mouth: V. ἐγκλῄειν στόμα, P. ἐμφράσσειν στόμα; see Close.
    Lo I am silent and shut my mouth: V. ἰδού σιωπῶ κἀπιλάζυμαι στόμα (Eur., And. 250).
    V. intrans. P. and V. κλῄεσθαι, συγκλῄεσθαι.
    Shut in: P. and V. εἴργειν, κατείργειν, ἐγκλῄειν (Plat.), V. συνείργειν.
    Shut off: P. ἀπολαμβνειν.
    Shut out: P. and V. ἐκκλῄειν, ποκλῄειν, εἴργειν, ἐξείργειν, πείργειν.
    Shut up: Ar. and P. κατακλῄειν; see Imprison.
    Shut up in: Ar. and P. κατακλῄειν εἰς (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shut

  • 14 рот

    рот м το στόμα
    * * *
    м
    το στόμα

    Русско-греческий словарь > рот

  • 15 едок

    едок
    м
    1. ὁ φαγάς·
    2. (лицо, член семьи) τό στόμα, τό πρόσωπο[ν]:
    на \едокί γιά κάθε στόμα, γιά κάθε μέλος τής οἰκογένειας.

    Русско-новогреческий словарь > едок

  • 16 разевать

    разевать
    несов:
    \разевать рот а) ἀνοίγω τό στόμα, б) перен χαζεύω· \разевать рот от удивления μένω μέ ἀνοικτό (то) στόμα.

    Русско-новогреческий словарь > разевать

  • 17 вложить

    вложу, вложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, εμβάλλω, ενθέτω•

    вложить саблю в ножны βάζω το σπαθί στη θήκη•

    вложить письмо в конверт βάζω το γράμμα στο φάκελλο.

    2. (για χρήματα) καταθέτω. || επενδύω, παραχωρώ, χορηγώ, διαθέτω•

    вложить миллионы в промышленность διαθέτω ε-κατομύρια στη βιομηχανία.

    εκφρ.
    вложить в уста – βάζω στο στόμα•
    автор -ил в уста героя свой мысли – ο συγγραφέας έβαλε στο στόμα του ήρωα τις δικές του σκέψεις.
    μπαίνω μέσα εμβάλλομαι, εντίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > вложить

  • 18 изустный

    επ.
    προφορικός, ο μεταδιδόμενος, από στόμα σε στόμα•

    -ое преддние η παράδοση•

    -ая литература δημοτική λογοτεχνία (παροιμίες, αινίγματα κλπ.)

    Большой русско-греческий словарь > изустный

  • 19 пена

    θ.
    αφρός•

    морская пена αφρός της θάλασσας•

    мыльная пена η σαπουνάδα•

    снять -у ξαφρίζω•

    пена изо рта у животных αφρός από το στόμα των ζώων•

    пена в бокале с шампанским αφρός στο ποτήρι με σαμπάνια.

    εκφρ.
    с -ой у рта – αφρίζοντας, με αφρούς στο στόμα (θερμώς, με πάθος).

    Большой русско-греческий словарь > пена

  • 20 язык

    α.
    1. η γλώσσα•

    коровий язык η γλώσσα της αγελάδας•

    лизать -ом γλείφω με τη γλώσσα.

    || (φαγητό)•

    -и с картофельным пюре γλώσσες με πουρέ πατάτας.

    2. όργανο λόγου ή επικοινωνίας•

    древние -и οι αρχαίες γλώσσες•

    русский язык η ρωσική γλώσσα•

    греческий язык η ελληνική γλώσσα•

    литературный язык η φιλολογική γλώσσα•

    поэтический язык η ποιητική γλώσσα•

    народный язык η δημοτική γλώσσα•

    разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•

    мёртвые -и οι νεκρές γλώσσες.

    3.πλθ. λαοί, λαάτητες.
    4. αιχμάλωτος που πιάστηκε για απόσπαση μυστικών του εχθρού.
    5. κάθε τι που έχει το σχήμα γλώσσας•

    огненные -и πύρινες γλώσσες•

    язык колокола το γλωσσίδι της καμπάνας.

    εκφρ.
    язык без костей – φλύαρος, πολυλογάς, γλωσσάς•
    язык на плече у кого-н. – του βγήκε η γλώσσα από την κούραση•
    язык прилип к гортани у кого – του κόλλησε η γλώσσα στο στόμα (αδυνατεί να μιλήσει)•
    язык хорошо подвешен (привешен) – είναι εύγλωττος, ευφράδης, εύλαλος•
    держать язык за зубами – δαγκώνω τη γλώσσα, σωπαίνω•
    у него язык чешется – τον τρώει η γλώσσα του•
    язык придерживать язык – συγκρατιέμαι, μαζεύω τη γλώσσα μου, αποφεύγω να μιλήσω•
    чесать -омβλ. ίδια εκφρ. στο ρ. болтать 2• сорвалось с -а (слово) μού φύγε η λέξη, ο λόγος•
    это слово вертется у меня на язык – έχω τη λέξη στο στόμα, μα δεν μπορώ να την πω•
    язык до Киева доведёт – ρωτώντας πας στην Πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > язык

См. также в других словарях:

  • στόμα — mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • στόμα — το 1. άνοιγμα στο κεφάλι των ζώων και του ανθρώπου, απ΄ όπου εισάγονται οι τροφές: Άνοιξε το στόμα σου να σου δώσω το φάρμακο. 2. ομιλία, τρόπος ομιλίας: Έχει άσκημο στόμα. 3. φρ., «Κλείσε το στόμα σου», πάψε να μιλάς. 4. στόμιο, άνοιγμα: Στόμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. — ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. См. От избытка сердца глаголют уста …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στόμ' — στόμα , στόμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτεσσι — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτεσσιν — στόμα mouth neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτοιν — στόμα mouth neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομάτων — στόμα mouth neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύμα — στόμα mouth neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύματα — στόμα mouth neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) στύμα mouth neut nom/voc/acc pl στύ̱ματα , στῦμα priapism neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»