-
1 говорливый
επ., βρ: -лив, -а, -оομιλητικός, στωμύλος. || (για νερό) που φλαισβίζει, φλοισβίζων. -
2 разговорить
ρ.σ.μ.(απλ.) προκαλώ (σιωπηλόν) να μιλήσει, ανοίξει το στο ματάκι. || διασκεδάζω κάποιον με ενδιαφέρουσα κουβέντα, τον κάνω να ξεσκάσει.ανοίγω κουβέντα, πιάνω κουβέντα, μιλώ. || γίνομαι ομιλητικός, εύλαλος, λάλος, στωμύλος. -
3 разговорчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оομιλητικός, εύλαλος, στωμύλος. -
4 речивый
επ., βρ: -чив, -а, -о παλ. ομιλητικός, στωμύλος, εύλαλος. -
5 речистый
επ., βρ: -чист, -а, -оεύγλωττος, ευφράδης, εύστομος, στωμύλος, μελιστάλακτος. || πολύλογος, πολύλαλος, λάλος.
См. также в других словарях:
στωμύλος — wordy masc nom sg στωμύλος wordy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμύλος — η, ο / στωμύλος, ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και ύλη Α 1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος 2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός αρχ. φλύαρος. επίρρ... στωμύλως ΝΜΑ κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
στωμύλα — στωμύλος wordy neut nom/voc/acc pl στωμύλᾱ , στωμύλος wordy fem nom/voc/acc dual στωμύλᾱ , στωμύλος wordy fem nom/voc sg (doric aeolic) στωμύλος wordy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμύλον — στωμύλος wordy masc acc sg στωμύλος wordy neut nom/voc/acc sg στωμύλος wordy masc/fem acc sg στωμύλος wordy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμύλως — στωμύλος wordy adverbial στωμύλος wordy masc acc pl (doric) στωμύλος wordy adverbial στωμύλος wordy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμύλων — στωμύλος wordy fem gen pl στωμύλος wordy masc/neut gen pl στωμύλος wordy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμυλωτέρως — στωμύλος wordy masc acc comp pl (doric) στωμύλος wordy masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμυλώτατος — στωμύλος wordy masc nom superl sg στωμύλος wordy masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμυλώτερα — στωμύλος wordy neut nom/voc/acc comp pl στωμύλος wordy neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμύλε — στωμύλος wordy masc voc sg στωμύλος wordy masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμύλοι — στωμύλος wordy masc nom/voc pl στωμύλος wordy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)