-
121 πανστρατια
ион. πανστρατιή ἥ войско в полном составеπανστρατιᾶς γενομένης Thuc. — так как было собрано всеобщее ополчение;
-
122 πεζευω
1) передвигаться пешком, идти(ἐπὴ γαίας Eur.)
2) идти сухим путем(μέχρι ἐνταῦθα ἐπέζευσεν ἥ στρατιά Xen.)
οἱ πεζεύοντες Arst. — сухопутные войска;ὅ Ἑλλήσποντος πεζευέσθω Luc. — пусть Геллеспонт переходится по-суху -
123 πεζικος
-
124 πεζος
31) пеший, пехотный(δύναμις πεζέ καὴ ἱππική Xen.)
ἥ πεζέ μάχη Plat. — сражение в пешем строю2) передвигающийся сухим путем, сухопутный(ἐν νηῒ ἢ π. Hom.; ἥ πεζέ στρατιὰ καὴ τὸ ναυτικόν Lys.)
3) живущий на земле, наземный(τὰ πεζὰ καὴ τὰ πτηνὰ θηρία Plat.)
ἥ πεζέ θήρα Plat. — охота на наземных животных4) прозаический Luc.5) (самый) обыкновенный, обыденный(ὀνόματα Plut.)
ὑπόμνημα κομιδῇ πεζόν Luc. — написанная самым неотделанным языком заметка6) исполняемый без аккомпанемента(μέλη Soph.)
-
125 πολυχρυσος
-
126 προπυνθανομαι
раньше узнавать(προπυθόμενοι, ὅτι ἥ στρατιὰ ἕξει Thuc.)
προπεπυσμένος πάντα λόγον Her. — заранее будучи уведомлен обо всем -
127 προσβοηθεω
ион. προσβωθέω приходить на помощь, спешить на выручку(εἰς Βοιωτίην Her.; τινι Thuc., Plut.)
ἥ πολλέ στρατιὰ προσεβεβοηθήκει Thuc. — большое войско прибыло на помощь -
128 συνεκδοχη
ἥ рит. синекдоха (употребление слова в ином по объему смысле, напр., οἱ Συρακόσιοι вм. ἥ τῶν Συρακοσίων στρατιά)
См. также в других словарях:
στρατιά — στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιᾷ — στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατία — Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc/acc dual Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατία — στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc/acc dual στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατίᾳ — Στρατίᾱͅ , Στρατίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατίᾳ — στρατίᾱͅ , στράτιος of an army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατιή Α [στρατός] σύνολο στρατευμάτων με ενιαία διοίκηση νεοελλ. πολυάριθμος στρατός ξηράς και, ειδικότερα, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός αποτελούμενος από σύνολο σωμάτων στρατού ή συγκροτημάτων ή μονάδων διαφόρων… … Dictionary of Greek
στρατιά — η σύνολο στρατευμάτων: Υπήρξε διοικητής στρατιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατιάων — στρατιά̱ων , στράτιος of an army masc/fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατία fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατιά army fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιᾶι — στρατιᾷ , στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιᾷ , στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιάν — στρατιά̱ν , στρατία fem acc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ν , στρατιά army fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)