-
1 γογγυλέω
γογγυλέω, nach Hesych. = συστρέφειν; γογγυλεύματα, τά, = στρογγυλεύματα, Hesych.
См. также в других словарях:
στρογγυλεύματα — στρογγύλευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γογγυλέω
γογγυλέω, nach Hesych. = συστρέφειν; γογγυλεύματα, τά, = στρογγυλεύματα, Hesych.
στρογγυλεύματα — στρογγύλευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)