Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

στριφογυρίζω

  • 61 топтать

    топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ,δ.μ.
    1. ποδοπατώ, τσαλαπατώ•

    топтать траву ποδοπατώ το χορτάρι.

    || λερώνω με τα πόδια, με τα παπούτσια•

    топтать пол πατώντας λερώνω το πάτωμα.

    || (για υποδήματα) στραβοπατώ. || βαδίζω.
    2. πατώ•

    раненых -ли конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα.

    || μτφ. διαρπάζω, λεηλατώ.
    3. πιέζω, θλίβω•

    топтать виноград πατώ τα σταφύλια.

    || ανακατεύω•

    топтать глину πατώ τον πηλό.

    4. βλ. спариться:
    εκφρ.
    топтать в грязи – κυλώ στο βούρκο• κατασυκοφαντώ• ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζιλεύω•
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω).
    1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα.
    2. (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι.
    3. πιέζομαι, θλίβομαι.
    4. κάνω βήμα σημειωτό. || στριφογυρίζω στο ίδιο μέρος.
    5. είμαι, βρίσκομαι. || παρευρίσκομαι.
    εκφρ.
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι).

    Большой русско-греческий словарь > топтать

  • 62 тормошить

    -шу, -пшшь
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ επα-ναλειπτικά•

    тормошить за уши τραβώ από τ αυτιά•

    за рукав τραβώ από το μανίκι.

    2. μτφ. ενοχλώ, παρενοχλώ, γίνομαι βάρος, φόρτωμα. || στριφογυρίζω, στριφογυρνώ. || έχω σκουτού-ρες, φασαρίες, τρεχάματα.

    Большой русско-греческий словарь > тормошить

  • 63 торчать

    -чу, -чишь
    ρ.δ.
    1. εξέχω, προέχω. || προβάλλω, φαίνομαι.
    2. τοποθετούμαι• στέκομαι (για αντικείμενα).
    3. είμαι παρών, παρευρίσκομαι. || στριφογυρίζω, περιφέρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > торчать

  • 64 трепать

    треплю, треплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трпанный, βρ: -пан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ, κουνώ, τινάζω• σείω ελαφρά. || τραβώ•

    трепать за уши τραβώ από τα αυτιά•

    трепать за волосы τραβώ από τα μαλλιά.

    || τραβώ δυνατά (γιαξέ-σχισμα). || χτυπώ δυνατά, μανιασμένα (για άνεμο, κύματα κ.τ.τ.).
    2. ταράζω, τρεμουλιάζω, παραδέρνω•

    его -лет малярия τον ταράζει η ελονοσία•

    е -ла лихорадка την τάραζε ο μεγάλος πυρετός.

    3. κουρελιάζω, καταρρακώνω• φθείρω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).
    4. επαναλαβαίνω συχνά, υπενθυμίζω τακτικά, ανα-μασσώ, παλιλογώ, αναμηρυκάζω.
    5. μτφ. αερο-κοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.
    6. κοπανώ (λινάρι, καννάβι).
    1. ανεμίζω, κυματίζω.
    2. κουρελιάζω, καταρρακώνομαι, καταστρέφομαι, χαλνώ.
    3. τριγυρίζω, περιφέρομαι, στριφογυρίζω.
    4. (απλ.) αεροκοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.
    5. τραβιέμαι, κουνιέμαι, σείομαι.
    6. παραδέρνω.

    Большой русско-греческий словарь > трепать

  • 65 тыркаться

    ρ.δ. (απλ.) τρυπώνω, παρεισδύω. || περιφέρομαι, στριφογυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > тыркаться

  • 66 увивать

    ρ.δ.
    βλ. увить.
    1. βλ. увиться.
    2. στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω, περιφέρομαι. || ερωτεύομαι, κόβομαι.
    3. περιτυλίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > увивать

  • 67 шмыгать

    ρ.δ.
    1. πηγαινοέρχομαι• περιφέρομαι, στριφογυρίζω• περνώ κοντά και συχνά σε κάποιον.
    2. κινώ γρήγορα, σέρνω, σβαρνίζω.
    εκφρ.
    шмыгать глазами – περιφέρω τα μάτια, το {3λέμμα•
    шмыгать носом – αναπνέω σφυριχτά με τη μύτη.

    Большой русско-греческий словарь > шмыгать

  • 68 юлишь

    юлю, юлишь, ρ.δ.
    1. στριφογυρίζω, σβουρίζω, τριγυρίζω•

    муха юлит около него η μύγα στριφογυρίζει σ αυτόν.

    2. μτφ. γαλιφίζω, καλοπιάνω•

    юлишь перед начальником καλοπιάνω συχνά τον προίστάμενο.

    3. μτφ. ενεργώ επιτήδεια, μανουβράρω.

    Большой русско-греческий словарь > юлишь

См. также в других словарях:

  • στριφογυρίζω — στριφογυρίζω, στριφογύρισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. στριφογυρνάω / στριφογυρνώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στριφογυρίζω — και στρεφογυρίζω και στριφογυρνώ και ιδιωμ. προφ. στρουφογυρίζω Ν 1. θέτω κάτι σε περιστροφική κίνηση, κάνω κάτι να γυρίζει γύρω γύρω, τό περιστρέφω 2. (αμτβ.) στρέφομαι εδώ και εκεί με ανησυχία («εις το πολύαστρον τού αιθέρος τα μάτια… …   Dictionary of Greek

  • στριφογυρίζω — στριφογύρισα 1. κινούμαι διαρκώς: Στριφογυρίζω μέσα στο δωμάτιο. – Στριφογυρίζω στο κρεβάτι. 2. περιστρέφομαι, γυρίζω γύρω γύρω. 3. μιλώ με υπεκφυγές: Μην τα στριφογυρίζεις και μίλα καθαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακυκλώ — (I) ἀνακυκλῶ, ( έω) (ΑΜ) μσν. παθ. ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι αρχ. 1. περιστρέφω εκ νέου, στριφογυρίζω 2. στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι 3. (για λόγους) επαναλαμβάνω, λέω και ξαναλέω 4. επανέρχομαι, επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή… …   Dictionary of Greek

  • επιδινώ — ἐπιδινῶ, έω (Α) 1. περιστρέφω, στριφογυρίζω κάτι για να τό εκσφενδονίσω 2. μέσ. ἐπιδινοῡμαι στριφογυρίζω στον νου μου, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δινέω, ώ (< δίνη)] …   Dictionary of Greek

  • περιστρέφω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω 2. μέσ. περιστρέφομαι στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της») νεοελλ. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα μσν.… …   Dictionary of Greek

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • ίλλω — ἴλλω (Α) συστρέφω, στριφογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είλω] …   Dictionary of Greek

  • αεροδονούμαι — ἀεροδονοῦμαι ( έομαι) (Μ) στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω στον αέρα …   Dictionary of Greek

  • αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • αλοώ — ἀλοῶ ( άω) (Α) 1. αλωνίζω 2. χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω 3. θρυμματίζω, καταστρέφω, ρημάζω 4. στριφογυρίζω κάποιον, τόν σέρνω πέρα δώθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοητός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»