-
21 στρεπτῇσι
-
22 στρεπτήσιν
-
23 στρεπτῇσιν
-
24 στρεπταίς
-
25 στρεπταῖς
-
26 στρεπτοίο
στρεπτόνeasily twisted: neut gen sg (epic)στρεπτόςeasily twisted: masc /neut gen sg (epic) -
27 στρεπτοῖο
στρεπτόνeasily twisted: neut gen sg (epic)στρεπτόςeasily twisted: masc /neut gen sg (epic) -
28 στρεπτοίς
-
29 στρεπτοῖς
-
30 στρεπτοίσι
στρεπτόνeasily twisted: neut dat pl (epic ionic aeolic)στρεπτόςeasily twisted: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
31 στρεπτοῖσι
στρεπτόνeasily twisted: neut dat pl (epic ionic aeolic)στρεπτόςeasily twisted: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
32 στρεπτοίσιν
στρεπτόνeasily twisted: neut dat pl (epic ionic aeolic)στρεπτόςeasily twisted: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
33 στρεπτοῖσιν
στρεπτόνeasily twisted: neut dat pl (epic ionic aeolic)στρεπτόςeasily twisted: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
34 στρεπτού
-
35 στρεπτοῦ
-
36 στρεπτώ
-
37 στρεπτῷ
-
38 στρεπτώι
στρεπτῷ, στρεπτόνeasily twisted: neut dat sgστρεπτῷ, στρεπτόςeasily twisted: masc /neut dat sg -
39 στρεπτῶι
στρεπτῷ, στρεπτόνeasily twisted: neut dat sgστρεπτῷ, στρεπτόςeasily twisted: masc /neut dat sg -
40 στρεπτώς
См. также в других словарях:
στρεπτός — easily twisted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… … Dictionary of Greek
στρεπταῖς — στρεπτός easily twisted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπταί — στρεπτός easily twisted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτοί — στρεπτός easily twisted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτούς — στρεπτός easily twisted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτᾶς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῆς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇ — στρεπτός easily twisted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇσι — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇσιν — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)