-
1 στρατιά
armée
См. также в других словарях:
στρατιά — στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιᾷ — στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατία — Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc/acc dual Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατία — στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc/acc dual στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατίᾳ — Στρατίᾱͅ , Στρατίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατίᾳ — στρατίᾱͅ , στράτιος of an army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατιή Α [στρατός] σύνολο στρατευμάτων με ενιαία διοίκηση νεοελλ. πολυάριθμος στρατός ξηράς και, ειδικότερα, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός αποτελούμενος από σύνολο σωμάτων στρατού ή συγκροτημάτων ή μονάδων διαφόρων… … Dictionary of Greek
στρατιά — η σύνολο στρατευμάτων: Υπήρξε διοικητής στρατιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατιάων — στρατιά̱ων , στράτιος of an army masc/fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατία fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατιά army fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιᾶι — στρατιᾷ , στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιᾷ , στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιάν — στρατιά̱ν , στρατία fem acc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ν , στρατιά army fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)