-
41 οὐράνιος
οὐράνιος, ον (οὐρανός; Hom.+.—An adj. of two endings B-D-F §59, 2; W-S. §11, 1; Mlt-H. 157; Attic wr. predom. form the fem. in-ία) belonging to heaven, coming from or living in heaven, heavenly (Diod S 6, 2, 8 τοὺς οὐρανίους θεούς; IAndrosIsis, Hymn to Anubis fr. Chios 1 p. 139; SEG VIII, 2 [117/18 A.D.] θεοῦ ἁγίου οὐρανίου; other exx. of οὐ. as a designation of gentile deities: Syria 6, 1925, p. 355, 4; Philo, Omn. Prob. Lib. 130; Jos., C. Ap. 1, 254f τ. οὐρανίους θεούς; SibOr 3, 19; 286 θεὸς οὐ.—ἡ οὐ. φωνή Iren. 3, 12, 7 [Harv. II 60, 1]; παράδειγμα πόλεως οὐρανίας Orig., C. Cels. 5, 43, 18; ἀναστὰς … οὐράνιον ἕξεις πολιτείαν Did., Gen. 104, 19) ὁ πατὴρ ὑμῶν (or μου) ὁ οὐράνιος (Just., A I, 15, 8) Mt 5:48; 6:14, 26, 32; 15:13; 18:35 (v.l. ἐπουράνιος); 23:9. Cp. 1 Cor 15:47 v.l. στρατιὰ οὐράνιος the heavenly host or army (=צְבָא הַשָׁמַיִם 3 Km 22:19 ἡ στρατιὰ τοῦ οὐρανοῦ; ἡ οὐρανία στρατιά Orig., C. Cels. 8, 67, 15) Lk 2:13 (v.l. οὐρανοῦ). ἡ οὐράνιος ὀπτασία the heavenly vision Ac 26:19. ἡ οὐράνιος βασιλεία = ἡ βας. τῶν οὐρανῶν MPol 22:3.—M-M. TW. -
42 στρατιη
-
43 Στρατιη
-
44 армия
арм||ияж1. (вооруженные силы) ὁ στρατός, ἡ στρατιά, τό στράτευμα:Советская Армия ὁ Σοβιετικός Στρατός; Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός; действующая \армия ὁ ἐνεργός στρατός, ὁ στρατός ἐν ἐνεργεία; регулярная \армия ὁ τακτικός (μόνιμος) στρατός; оккупационная \армия ὁ στρατός κατοχής; сухопу́тная \армия ὁ στρατός τής ξηρᾶς; служить в \армияии ὑπηρετώ στον στρατό; призывать в \армияию καλῶ ὑπό τά ὀπλα;2. (войсковое соединение) ὁ στρατός, ἡ στρατιά:ко́иная \армия τό ιππικό. -
45 στρατιάς
-
46 στρατιᾶς
-
47 στρατιή
-
48 στρατιῇ
-
49 στρατιής
-
50 στρατιῆς
-
51 στρατιήσι
-
52 στρατιῇσι
-
53 στρατιήσιν
-
54 στρατιῇσιν
-
55 στρατιαίς
-
56 στρατιαῖς
-
57 στρατιαίσι
-
58 στρατιαῖσι
-
59 στρατιών
-
60 στρατιῶν
См. также в других словарях:
στρατιά — στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιᾷ — στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατία — Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc/acc dual Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατία — στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc/acc dual στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατίᾳ — Στρατίᾱͅ , Στρατίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατίᾳ — στρατίᾱͅ , στράτιος of an army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατιή Α [στρατός] σύνολο στρατευμάτων με ενιαία διοίκηση νεοελλ. πολυάριθμος στρατός ξηράς και, ειδικότερα, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός αποτελούμενος από σύνολο σωμάτων στρατού ή συγκροτημάτων ή μονάδων διαφόρων… … Dictionary of Greek
στρατιά — η σύνολο στρατευμάτων: Υπήρξε διοικητής στρατιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατιάων — στρατιά̱ων , στράτιος of an army masc/fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατία fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατιά army fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιᾶι — στρατιᾷ , στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιᾷ , στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιάν — στρατιά̱ν , στρατία fem acc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ν , στρατιά army fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)