-
1 Στρατήγιος
Στρατήγιος, [dialect] Dor. [suff] στρᾰτηγ-άγιος, epith. of Apollo, IG12(1).161 (Rhodes, Στρατιαγίου lapis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Στρατήγιος
См. также в других словарях:
Στρατήγιος — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, μαζί με το στρατιώτη Ευτυχιανό. Η μνήμη του τιμάται τη 19η Αυγούστου. * * * και δωρ. τ. Στρατάγιος, ὁ, Α [στρατηγός] (στη Ρόδο) επίκληση τού θεού Απόλλωνος για τη συμπαράσταση σε… … Dictionary of Greek
Στρατήγιος, Αντίοχος — Μοναχός του 7ου αι., που έζησε στα Ιεροσόλυμα. Έγραψε Πανδέκτη, χωρισμένο σε 130 κεφάλαια, με διάφορα θέματα αντλημένα από την Αγία Γραφή. Ο Πανδέκτης ενσωματώθηκε την Πατρολογία. Σώζεται στα αραβικά και στα γεωργιανά, μετάφραση έργου του για την … Dictionary of Greek
АНТИОХ СТРАТИГИЙ — [греч. ̓Αντίοχος Στρατήγιος] (VII в.), мон. лавры Саввы Освященного. Очевидец захвата Иерусалима армией шаханшаха Хосрова II в 614 г., описанного им в историческом соч. «Взятие Иерусалима персами». Был одним из пленников, уведенных в Персию… … Православная энциклопедия
Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Μύρινα Λήμνου. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 37 ενοριακοί ναοί. Στον τομέα της πνευματικής διακονίας λειτουργούν ο ραδιοφωνικός σταθμός Λήμνου Η Φωνή της Εκκλησίας (FM 93), δύο βιβλιοθήκες (μητροπολιτικό μέγαρο και πνευματικό … Dictionary of Greek