-
1 декантатор
το δοχείο έκχυσης/στραγγί-σματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > декантатор
См. также в других словарях:
αποστραγγίδι — κ. στράγγι, το 1. ό,τι απομένει μετά το στράγγισμα κάποιου υγρού 2. η τρυγιά … Dictionary of Greek