Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στο+εξωτερικό+2)

  • 1 εξωτερικό(ν)

    τό
    1) внешний вид, внешность, наружность;

    δεν ελκύει το εξωτερικό(ν) του — у него непривлекательная внешность;

    2) заграница;

    διαμένω ( — или ζω) στο εξωτερικό(ν) — жить за границей;

    3) кожаная оболочка (шара); шина (колеса)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξωτερικό(ν)

  • 2 εξωτερικό(ν)

    τό
    1) внешний вид, внешность, наружность;

    δεν ελκύει το εξωτερικό(ν) του — у него непривлекательная внешность;

    2) заграница;

    διαμένω ( — или ζω) στο εξωτερικό(ν) — жить за границей;

    3) кожаная оболочка (шара); шина (колеса)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξωτερικό(ν)

  • 3 διαρροή

    η
    1) вытекание, утечка (жидкости); 2) проникновение воды, течь (на судне); 3) перен. утечка; просачивание (сведений, информации и т. п.);

    διαρροή συναλλάγματος (χρυσού) στο εξωτερικό — утечка валюты (золота) за границу;

    4) перен. текучесть (рабочей силы);

    διαρροή στρατεύματος — массовое дезертирство из армии;

    5) океанский прилив

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαρροή

  • 4 λείπω

    αμετ.
    1) отсутствовать;

    ποιός λείπει; — кто отсутствует?;

    2) уезжать (за границу); находиться в отъезде;

    δεν λείπω από το σπίτι — быть всегда дома;

    ο πατέρας μου λείπει πέντε χρόνια στο εξωτερικό — мой отец находится пять лет за границей;

    3) избегать, воздерживаться, уклоняться;

    δεν λείπει ποτέ από τίς υποχρεώσεις του — он никогда не уклоняется от своих обязанностей;

    4) не хватать, недоставать;

    λείπουν δέκα φύλλα από το βιβλίο — в книге не хватает десять страниц;

    μου λείπεις — мне тебя недостаёт;

    του λείπει η φρόνηση (η πείρα) — ему не хватает благоразумия (опыта);

    5) τριτοπρόσ.:

    λείπουν πέντε μέρες έως... — остаётся пять дней до...;

    τί άλλο λείπει να κάνω; — что ещё мне остаётся делать?;

    τί άλλο λείπει; — чего ещё надо, чего не хватает?;

    § (ο)λίγο[ν] έλειψε να... чуть было не...;
    αυτό(ς) μας ελειπε! этого (его) ещё нам не хватало!; λειψέ από το κεφάλι μου оставь меня в покое;

    άς μού λείπει ирон. — мне такого добра не надо;

    του λείπρυν — или του λείπει — у него не все дома;

    αν λείψει αυτό... если это отбросить...;

    λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; — погов, разве без него обойдётся?;

    λείπομαι — недоставать, не хватать;

    § εννιά λείπονται ως τα δέκα — погов, девяноста девяти до ста не хватает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λείπω

См. также в других словарях:

  • ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»