-
1 στοὰς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στοὰς
-
2 στοα
Arph. тж. στοιά ἥ1) крытая колоннада, галерея с колоннами, портик Her., Xen.ἡ σ. τοῦ βασιλέως Plat., Dem. или βασίλειος Arph., Arst. — портик архонта-басилевса ( в афинском Керамике);
ἥ σ. ποικίλη Dem. — расписной портик (в Афинах, где учил Зенон Киттийский, основатель стоической школы);2) хлебный склад ( в Афинах)(σ. ἀλφιτόπωλις Arph.)
3) воен. осадный навес, винея (лат. vinea) Polyb. -
3 διασαλευω
1) потрясать, колебать, расшатывать(τὰς στοάς Polyb.)
διασεσαλευμένος τὸ βάδισμα Luc. — (с) шатающейся походкой;διασεσαλευμένος τὸ βλέμμα Luc. — с блуждающим взором2) волновать, приводить в смятение(τέν πόλιν Luc.)
3) сотрясаться, вздрагивать(ἐν τοῖς ὤμοις Arst.)
-
4 εμπεριερχομαι
обходить, посещать(στοὰς ἐμπεριελθόντες ἐπὴ τὸν νεὼν βαδίζομεν Luc.; τὰς Ἀργολικὰς πόλεις Plut.)
-
5 επικαμπιον
τό изгиб, излом, угол(τῆς στοᾶς Plut. - v. l. ἐπικάμπειον)
ἐν ἐπικαμπίῳ Polyb., Diod. — углом, в виде угла -
6 καταχαλκοω
-
7 κτιστης
1) основатель, учредитель, создатель, творец Arst., Luc., NT.ὁ τῆς Στοᾶς κ. Diog.L. — основатель Стои, т.е. Зенон
2) восстановитель(τῆς πατρίδος Plut.)
-
8 στεναχω
(ᾰ) тж. med. (только praes., impf. и impf. iter. στενάχεσκον) стонать, рыдать, вопить Hom., Aesch., Soph.ποταμοὴ στενάχουσι Hom. — (разлившиеся) реки стонут;
στοᾶς στεναχούσης Arph. — когда своды стоном стонут (от криков толпы);
См. также в других словарях:
στοᾶς — στοά roofed colonnade fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοάς — στοά̱ς , στοά roofed colonnade fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάρου — Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου εκτίθενται μερικά από τα σημαντικότερα και ομορφότερα δείγματα τέχνης που άνθησε στις Κυκλάδες και έφτασε στο απόγειό της τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Αν και αποτελείται μόνο από τρεις αίθουσες και μια αυλή, είναι… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Λούβρο — I (Louvre). Ανακτορικό συγκρότημα στο Παρίσι, καθώς και ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Η ιστορία του Λ. ξεκινά το 1190, όταν ο Φίλιππος Αύγουστος έχτισε ένα οχυρό, το οποίο ο βασιλιάς Κάρολος Ε’ (1364 80) μετέτρεψε κατά ένα μέρος σε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore. Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek