-
1 στοιχ-ηγορέω
στοιχ-ηγορέω, der Reihe nach hererzählen, Aesch. Pers. 422.
-
2 στοιχ-ώδης
στοιχ-ώδης, ες, reihenartig, in Reihen stehend; κριϑή, Gerste, mit reihenweise stehenden Körnern, Theophr.
-
3 στοιχηγορέω
-
4 στοιχώδης
στοιχ-ώδης, ες, reihenartig, in Reihen stehend; κριϑή, Gerste, mit reihenweise stehenden Körnern
См. также в других словарях:
ТИМЕЙ — «ТИМЕЙ» (Τίμαιος ἤ ттер! φύσ€ως, подзаголовок: «О природе»), диалог Платона, посвященный происхождению и устройству Вселенной космогонии и космологии. Написан, вероятно, в 360 е 350 е годы; относится к числу поздних произведений Платона;… … Античная философия
στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… … Dictionary of Greek
στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες … Dictionary of Greek