-
1 στοιχώδης
στοιχ-ώδης, ες, reihenartig, in Reihen stehend; κριϑή, Gerste, mit reihenweise stehenden Körnern
См. также в других словарях:
στοιχώδης — ώδες, Α [στοῑχος] αυτός που είναι ταγμένος σε στοίχο, κατά σειρά («κριθή στοιχώδης» κριθάρι που έχει τους κόκκους κατά σειρά, τον έναν κάτω από τον άλλο, Θεόφρ.) … Dictionary of Greek