-
1 στιφρότης
στιφρότης, ητος, ἡ, Dichtigkeit, Derbheit, κορίσκης Timocles bei Ath. XIII, 570 f.
-
2 στιφρότης
στιφρότης, ητος, ἡ, Dichtigkeit, Derbheit
См. также в других словарях:
στιφρότης — solidity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιφρότητα — η / στιφρότης, ότητος, ΝΑ [στιφρός] η ιδιότητα τού στιφρού αρχ. ισχύς … Dictionary of Greek