-
1 στεῖνος
στεῖνος, τό, Enge, enger Raum, Il. 8, 476. 12, 66; μάχης, das Gedränge der Schlacht, 15, 426, εἴλεον ἐν στείνει, Od. 22, 460; στεῖνος ὁδοῠ, Engweg, Engpaß, Il. 23, 419. – Uebertr. Bedrängniß, Noth, πόνοι καὶ στείνεα, H. h. Ap. 533. – Vgl. das attische στένος.
См. также в других словарях:
στένος — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek