-
1 στεροπη
-
2 στεροπα
-
3 λαμπω
1) светить(λαμψάτω τὸ φῶς NT.)
2) блистать, сверкать(χαλκῷ, ὡς στεροπή Hom.)
ὀφθαλμὼ οἱ πυρὴ λάμπετον Hom. — глаза у него сверкают огнем3) ясно звучать, громко раздаваться(παιὰν λάμπει Soph.)
4) перен. сиять, блистать(λάμποντι μετώπῳ Arph.; δίκα λάμπει ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Aesch.)
5) выделяться(ἐν ἄλλοις Theocr.)
6) возжигать(φέγγος Anth.)
7) ( о сиянии) испускать(πυρὸς σέλας Eur.)
-
4 μεγαλοσμαραγος
См. также в других словарях:
στεροπῇ — στεροπή flash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπή — flash of lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπή — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Τεγέας Κηφέα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής της έδωσε τον πλόκαμο της Μέδουσας που του είχε χαρίσει η Αθηνά. Οι Τεγεάτες, κάθε φορά που εχθροί πολιορκούσαν τα τείχη της πόλης, περιέφεραν τον… … Dictionary of Greek
Στερόπη — Στερόπης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερόπη — στερόπης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στερόπῃ — Στερόπης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερόπῃ — στερόπης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπῆι — στεροπῇ , στεροπή flash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Стеропа — (Στερόπή), или Астеропа: 1) дочь Атланта и Плеоны, супруга (или, от Ареса, мать) Эномая, одна из плеяд. Изображение С. существовало на фронтоне Олимпийского храма Зевса; 2) дочь тегейского царя Кефея. Когда Геракл отправился походом на Спарту,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
στεροπαῖς — στεροπή flash of lightning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπαῖσι — στεροπή flash of lightning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)