Перевод: со всех языков
στερεός/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
στερεός, -ή (-ά), -ό — στερεός, ή και ά, ό και στέρεος, η, ο επίρρ. ά και α 1. στερεωμένος: Δεν είναι στερεό αυτό το σπίτι. 2. σταθερός: Δεν έχει στερεό επάγγελμα. 3. συμπαγής, ανθεκτικός: Έχτισε σε στέρεο έδαφος. – Δεν είναι στερεό αυτό το ξύλο που πατάς. 4. «στερεά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερεός — firm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
στερεά — στερεός firm neut nom/voc/acc pl στερεά̱ , στερεός firm fem nom/voc/acc dual στερεά̱ , στερεός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώτερον — στερεός firm adverbial comp στερεός firm masc acc comp sg στερεός firm neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεωτάτων — στερεός firm fem gen superl pl στερεός firm masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεωτέραις — στερεός firm fem dat comp pl στερεωτέρᾱͅς , στερεός firm fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεωτέρων — στερεός firm fem gen comp pl στερεός firm masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεῶν — στερεός firm fem gen pl στερεός firm masc/neut gen pl στερεόω make firm pres part act masc voc sg (doric aeolic) στερεόω make firm pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στερεόω make firm pres part act masc nom sg στερεόω make firm pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεόν — στερεός firm masc acc sg στερεός firm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεώτατα — στερεός firm adverbial superl στερεός firm neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)