-
1 тесный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. στενός, στενόχωρος•-ая комната στενάχωρο δωμάτιο•
тесный проход στενή δίοδος•
-ая улица η στενή οδός (σοκάκι).
|| μτφ. περιορισμένος•тесный круг друзей στενός κύκλος φίλων•
у него тесный кругозор αυτός έχει στενόν ορίζοντα.
2. πυκνός• συνεσφιγμένος, στριμωχτός. || μτφ. στενά συνδεμένος, με στενές σχέσεις•тесный друг στενός (επιστήθιος) φίλος•
-ая дружба στενήφιλία•
-ое сотрудничество στενή συνεργασία•
-ая связь στενός δεσμός.
3. σφιχτός (για ένδυμα, υπόδημα).4. μτφ. παλ. δύσκολος, χαλεπός, βαρύς•-ые обстоятельства δύσκολες εριστάσεις.
-
2 узкий
επ., βρ: узок, узка, узко; уже.1. στενός•узкий и длинный στενόμακρος•
-ая лента στενή ταινία•
σφιχτός•-ое платье στενό φόρεμα•
-ие туфли στενά παπούτσια.
2. μτφ. περιορισμένος•узкий круг знакомых στενός κύκλος γνωστών•
-ое совещание στενή σύσκεψη (ολιγομελής)•
узкий политический кругозор στενός πολιτικός ορίζοντας.
3. (γλωσ.) προφερόμενος με περιορισμένο το άνοιγμα του στόματος•узкий гласный στενό φωνήεν.
εκφρ.- ое место – τρωτό σημείο. -
3 сотрудничество
η συνεργασί/αη σύμπραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сотрудничество
-
4 взаимодействне
взаимодейств||нес ἡ ἀλληλεπίδραση, ἡ σύμπραξη, ἡ συνεργασία, ὁ συντονισμός:\взаимодействне Двух сил ἡ ἀλληλεπίδραση δύο δυνάμεων· в тесном \взаимодействнеии с... σέ στενή συνεργασία μέ..., σέ στενή σύμπραξη μέ... -
5 тесный
тесн||ыйприл1. στενός, στενόχωρος:\тесныйый проход τό στενό πέρασμα, ἡ στενή δίοδος· \тесныйая квартира τό στενόχωρο διαμέρισμα· \тесныйый пиджак τό στενό σακκάκν2. перен ἐπιστήθιος, στενός:\тесныйая дру́жба ἡ στενή φιλία· в \тесныйом кругу́ друзей σέ στενό κύκλο φίλων. -
6 теснина
-ы θ.κοιλάδα στενή. || στενή δίοδος μεταξύ δυο βουνών, κλεισούρα. -
7 узкогорлый
επ.1. (για αγγεία) στενόλαιμος-- кувшин στενόλαιμο λαγήνι.2. με στενή είσοδο (δίαυλο)•узкогорлый залив κόλπος με στενή είσοδο.
-
8 доска
1. (деревянная) η σανίδ/α, το σανίδιполовая - του δαπέδου/πατώματος2. (пла-стина, плита) η πλάκαчертёжная - о πίνακας σχεδιάσεων, το σχεδιαστήριο3. маш. η πλάκαнаборная - (по-лигр.) τυπογραφική -, ο σελιδοθέτηςотражательная (громкоговорителя) о σιγαστήρας μεγαφώνου, το χώρισμα των ηχείωνпредохранительная - της ασφαλείας, προστατευτική -трубная - (котла) αυλοφόρος -, ο καθρέπτης του λέβητα4. эл. о πίνακαςключевая (тлф.) - το πληκτρολόγιοτο ταμπλώ (ξεν.)распределительная - с.-х. - διανομής5. мор. η σανίδαтранцевая - (лодки) το έλασμα ή η επιγκενίδα επιπέδου της πρύμνης, разг. η παπαδιά б.(счётная) η πλάκα, ο άβαξο άβακας, το αβάκιο7. (класс-ная) о πίνακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доска
-
9 ложбина
η (στενή) κοιλάδα, η στενωπός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ложбина
-
10 луч
1. мат. η ημιευθεία 2. (пучок света, электронов) η ακτίν/α (του φωτός)отражённый - της ανάκλασης/αντανάκλασης- ες χ(χι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луч
-
11 пучок
1. (множество чего-л. лучеобразно расходящегося из чего-л.) η δέσμη, η δεσμίδα- прямых мат. - των ευθειών2. (излучения, частиц) η δέσμη 3. (небольшая связка чего-л.) η δεσμίδα, разг. το μάτσο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пучок
-
12 рейка
1. (деревянная планка для крепления, перекрытия пазов) η σανίδα, το πέταυρο 2. (разновидность пиломатериала, получаемая опиловкой кромок досок) η (λεπτή) στενή σανίδα 3. (деревянный брусок с делениями для промеров) о πήχυς-μετρητής 4. (зубчатая) η οδοντωτή ράβδος/τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейка
-
13 специалист
ο ειδικ/όςο επαγγελματίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > специалист
-
14 узкоспециализированный
με στενή/ ειδική ειδικότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узкоспециализированный
-
15 близость
близостьж1. (по месту) ἡ κοντινό-τητα [-ης], ἡ ἐγγύτητα [-ης], ἡ γειτνίαση [-ις];2. (по времени) τό ἐπικείμενο;3. (сходство) ἡ ὀμοιότητα [-ης]:\близость взглядов ἡ ἐγγύτητα τῶν ἀπόψεων4. (в отношениях) ἡ ὁΙκειότητα [-ης], ἡ στενή σχέση;5. (родство) ἡ συγγένεια -
16 дорога
дорог||аж1. ὁ δρόμος:проселочная \дорога ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная \дорога ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная \дорога ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая \дорога ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная \дорога ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная \дорога ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная \дорога а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с \дорогаи прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:дальняя \дорога ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в \дорогау ξεκινώ γιά ταξίδι·3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση [-ις], ἡ δίοδος, τό πέρασμα:дайте мне \дорогау! κάντε μου δρόμο!· уступить \дорогау кому́-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная \дорога ὁ σιδηρόδρομος· идти своей \дорогаой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по \дорогае (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по \дорогае οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе́ \дорогау ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине \дорогаи στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому́-л. поперек \дорогаи γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему́ и \дорога! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью \дорогаΙ νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη. -
17 душегубка
душегубкаж (лодка) ἡ στενή βάρκα, τό μονόξυλο[ν]. -
18 интимность
инти́мн||остьж ἡ οίκειότητα [-ης], ἡ στενή σχέση [-ις]. -
19 короткий
коро́тк||ийприл βραχύς, σύντομος:\короткий ответ ἡ λακωνική ἀπάντηση· \короткий путь ὁ σύντομος δρόμος· \короткийое дыхание τό λαχάνιασμα· \короткийие волосы τά κοντά μαλλιά· \короткийая волна радио τό βραχύ κϋμα· \короткийое замыкание эл. τό βραχυκύκλωμα· ◊ \короткийая память ἡ ἀδύνατη μνήμη· \короткийая расправа ἡ ΥΡήγορη τιμωρία· \короткийое знакомство ἡ στενή γνωριμία, οἱ φιλικές σχέσεις· быть с кем-л. на \короткийой ноге разг 'έχω στενές σχέσεις μέ κάποιον. -
20 ложбина
ложбинаж ἡ στενή κοιλάδα, τό κοίλωμα.
См. также в других словарях:
Στενή Δίρφυος — Ημιορεινός οικισμός (796 κάτ., υψόμ. 440 μ.), στην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές της Δίρφυος. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (26 τ. χλμ., 1.269 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Κάτω Στενή (466 κάτ.,… … Dictionary of Greek
Στενή — Ημιορεινός οικισμός (268 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Τήνου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (21 τ. χλμ., 546 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι έξι μικρότεροι οικισμοί, η Λιβάδα (8 κάτ., υψόμ. 370 μ.), η Μέση (40 κάτ … Dictionary of Greek
στενῇ — στενάζω sigh deeply fut ind mid 2nd sg (doric) στενάζω sigh deeply fut ind act 3rd sg (doric) στενός narrow fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενή — στενός narrow fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στένη — στένος narrow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στένος narrow neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στένῃ — στένω moan pres subj mp 2nd sg στένω moan pres ind mp 2nd sg στένω moan pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στενή Βάλα — Οικισμός (142 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στο νησί Αλόννησος, της επαρχίας Σκοπέλου, του νομού Μαγνησίας … Dictionary of Greek
Κάτω Στενή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 233 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού, 31 χλμ. ΒΔ της πόλης της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων του νομού Ευβοίας … Dictionary of Greek
ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek