-
1 στειλειόν
στειλειόνneut nom /voc /acc sg -
2 στειλειόν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > στειλειόν
-
3 στελεόν
στελεόν, τό,=Aστελεά 1
, [ φορμορραφίδος] Aen.Tact.18.11; of an axe, Hsch., EM726.52;= manubrium, Gloss.: pl.στελεά Babr.143
: [dialect] Ep. [full] στειλειόν Od.5.236, Ps.-Babr. ap. Suid. s.v. στειλειόν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στελεόν
-
4 στειλειού
-
5 στειλειοῦ
-
6 στειλειώ
-
7 στειλειῷ
-
8 στειλειών
-
9 στειλειῶν
-
10 στειλειά
στειλειά̱, στειλειήfem nom /voc /acc dualστειλειά̱, στειλειήfem nom /voc sg (attic doric aeolic)στειλειόνneut nom /voc /acc pl -
11 στειλέα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στειλέα
-
12 ἐλάϊνος
A of olive-wood,ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκκῳ Il.13.612
;στειλειόν Od.5.236
, cf. Thphr.HP 5.3.7, PLond.3.1177 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλάϊνος
-
13 στελεά
Grammatical information: f.Meaning: `shaft of an axe, hack, hammer etc.' (- ειή φ 422 and - εά Aen. Tact. `cavity for the shaft' after Bérard REGr. 68, 8f. and Pocock AmJPh 82, 346ff. with Eust., H. and EM).Other forms: - εή (A. R.), στειλειή (φ 422; v.l. Nic. Th. 387); - εόν (Aen. Tact., Babr.), στειλειόν (ε 236) n.; - εός and - ειός (Att. inscr.) m.; - εός or - εόν (hell. a. late); στειλεός (Hp. with vv. ll.), στειλειός (Aesop.), gen. - ειοῦ (Nic. Th. 387 as v. l.)Derivatives: στειλει-άριον (Eust.) and the denom. ptc. ἐστελεωμένος `provided with a shaft' (AP). -- Beside it στέλεχος n. (m.) `the end of the stem at the root of a tree, stump, log, stem, branch' (Pi., IA.; on the eaning Strömberg Theophrastea 95ff.). Some compp., e.g. πολυ-στελέχ-ης (Thphr.), - ος (AP) `with many stems' (cf. Strömberg 103 f.). From this στελέχ-ια πρέμ\<ν\>ια H., - ώδης `stem-like' (Thphr., Dsc.), - ιαῖος `serving as a stem' (Gal.), - ηδόν `according to the kind of stem' (A. R. 1, 1004 as v. l. for στοιχηδόν).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: On the formation: στελ-εά like δωρ-εά, γεν-εά, - εός, - εόν as κολ-εός, - εόν, θυρ-εός; στειλ-ειή as ἀρ-ειή, νευρ-ειή ( στειλ- metr. lengthening(?); cf. Schwyzer 469 n. 3 w. lit., Risch 120f., Chantraine Form. 51 a. 91. With στέλε-χος cf. τέμα-χος, σέλα-χος a.o. (Schwyzer 496, Chantraine 403). Both στελεά, - εός, - εόν and στέλεχος are based on an unknown, prob. nominal basis, perh. *στέλος n. (Schulze Q. 175), which fits unproblem. to Arm. steɫn, pl. steɫun-k` `stem, shaft, stalk, twig' and to Germ. words like OE stela m. `stalk of a plant', Norw. stjøl `stalk'; further s. στέλλω (with στόλος). Cf. also στήλη. -- The variation shows that the word is Pre-Greek, with a \> ε(ι) before palatal ly. Was the word *stalyaya?Page in Frisk: 2,785-786Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στελεά
См. также в других словарях:
στειλειόν — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειόν — τὸ, Α βλ. στελεόν … Dictionary of Greek
στειλειοῦ — στειλειόν neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειῷ — στειλειόν neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναραρίσκω — ἐναραρίσκω (Α) εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζω («στειλειόν... εὖ ἐναρηρός» στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.) … Dictionary of Greek
στελεόν — και επικ. τ. στειλειόν, τὸ, Α η στελεά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στελεά] … Dictionary of Greek
στειλειά — στειλειά̱ , στειλειή fem nom/voc/acc dual στειλειά̱ , στειλειή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στειλειόν neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειῶν — στειλειή fem gen pl στειλειόν neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)