-
1 σταφυλ-άγρα
σταφυλ-άγρα, ἡ, Zange zum Fassen des Zapfens im Munde, Paul. Aeg.
-
2 σταφυλάγρα
σταφυλ-άγρα, ἡ, Zange zum Fassen des Zapfens im Munde
См. также в других словарях:
κυλικίς — κυλικίς, ίδος, ή (AM) μικρή κύλικα μσν. φάρμακο, καταπότιον αρχ. θήκη φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. αιλουρ ίς, σταφυλ ίς)] … Dictionary of Greek
μαραθίτης — Οικισμός (252 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείου. * * * μαραθίτης, ὁ (ΑM) παρασκευασμένος από μάραθο ή αρωματισμένος με μάραθο («οἶνος μαραθίτης», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + επίθημα ίτης (πρβλ. καλαμ ίτης,… … Dictionary of Greek
μορίτης — μορίτης, ὁ (Α) (ενν. οἶνος) κρασί από μούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρον + κατάλ. ίτης (πρβλ. μηλ ίτης, σταφυλ ίτης)] … Dictionary of Greek
νεκρεπάρτης — νεκρεπάρτης, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει τα πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + επάρτης (< ἐπαίρω «σηκώνω»), πρβλ. σταφυλ επάρτης] … Dictionary of Greek
ομφακομελίτης — ὀμφακομελίτης, ὁ (Μ) το ομφακόμελι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφακόμελι + κατάλ. ίτης (πρβλ. καπν ίτης, σταφυλ ίτης)] … Dictionary of Greek
πελεκίνος — ο / πελεκῑνος, ΝΑ σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως αρχ. 1. είδος τού πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.) 2. είδος φυτού τού οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ… … Dictionary of Greek
στεατίτης — Πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του τάλκη, που συνήθως εμφανίζεται σε κρυπτο κρυσταλλικά συσσωματώματα. Είναι επίσης γνωστός με την ονομασία ορεόστεαρ ή σαπωνόλιθος. Έχει σκληρότητα 1,0 1,5, ειδικό βάρος 2,6 2,8 και τα χρώματα του ποικίλλουν (άσπρο,… … Dictionary of Greek