-
1 στατός
A placed, standing, σ. ἵππος a stalled horse, Il.6.506; σ. ὕδωρ standing water, S.Ph. 716 (lyr.); στατοῖς λίκνοισι set up as votive offerings, Id.Fr. 844; λίθος ς. set up, AP9.806.2 of winecoolers, bowls, etc., perh. intended to stand, i.e. not to be lifted,ψυκτηρίσκον τε στατὸν χωροῦντα χοᾶ καὶ μικρῷ πλέον καὶ.. PCair.Zen. 38.8
, cf. 44.32 (iii B.C.);ψυκτήριον στατόν Inscr.Délos 320
B 70 (iii B.C.); στατοὺς δύο ψυκτῆρας prob. cj. in Diox.5: as Subst., στατός, ὁ, large bowl,σ. καὶ κάδος Inscr.Délos 448
B 15 (ii B.C.), cf. IG11(2).126.12 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 320 B 72 (iii B.C.), 442 B 93,156 (ii B.C.), IG7.3498.12,51 (Orop.); στάτος· σκάφη, ἄλλοι δὲ τὰς πέντε μνᾶς, Hsch.3 [full] στατός (sc. χιτών),= ὀρθοστάδιον or στάδιος χιτών (cf.στάδιος 1.3
), Duris 70 J., Arr.Epict.2.16.9; σ. θώραξ,= στάδιος, Sch. Ar. Pax 1227.4 σ. αὐτόματα standing, forming tableaux, with restricted movements, opp. ὑπάγοντα, Hero Aut.1.7, 20.1.II Στατοί, οἱ, officials at Sparta, IG5(1).145.2 (iii B.C.); compared with the Ἀγαθοεργοί, AB305; στατῶν is cj. for ἀστῶν in Hdt.1.67.III σ. ἱερεῖς, at Rhodes, permanently appointed priests, SIG 725a (i B.C.), cf. IG12(1).786.9. -
2 στατός
Grammatical information: adj.Meaning: `standing (still)', of a horse (Z 506 = O 263), of water (S. Ph. 716 [lyr.]) a.o.; hell. of jars `made, fit for standing' (Delos, pap.); subst. m. στάτος `vessel' (Delos, Oropos, H.), with στάτιον n. `id.' (Delos IIa).Derivatives: στατ-ικός (semant. conncted with στάσις) `belonging to weighing' ( τέχνη; Pl.), `standing still' (Arist.), `stilling' (hell. a. late); - ίζω, - ίζομαι `to stand, to set, to establish' (S., E. a. o.).Page in Frisk: 2,778Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στατός
-
3 στατός
στατόςplaced: masc nom sg -
4 στατός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > στατός
-
5 στατά
στατόςplaced: neut nom /voc /acc plστατά̱, στατόςplaced: fem nom /voc /acc dualστατά̱, στατόςplaced: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 στατόν
στατόςplaced: masc acc sgστατόςplaced: neut nom /voc /acc sg -
7 στατοί
στατόςplaced: masc nom /voc pl -
8 στατούς
στατόςplaced: masc acc pl -
9 στατή
στατόςplaced: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 στατών
-
11 στατῶν
-
12 στάμνος
Grammatical information: m. f.Meaning: `big jar, esp. wine-jar' (IA.).Derivatives: Several diminutives: σταμν-ίον, - άριον n., - ίσκος m. (com., hell. a. late). Surname Σταμνίας m. (Ar.). Denom, verb σταμν-ίζω, only with κατα- and συν-, `to pour into a jar, to transfuse' (Thphr., Nic. a. o.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like ἐρυμνός (: ἔρυμα), λίμνη (: λιμήν) a. o. (Schwyzer 524 and Chantraine Form. 215 with unfounded doubt (?) regarding the IE etym.). So prob. from a noun *στᾶμα, *σταμήν v. t. `stand, standing place'; prop. "destined to stand, fit for" as opposed to a jug to be carried. Thus στάτος m. (substantivized from στατός) `big jug' (hell. inscr., H.), OHG stanta `jug to be put somewhere', Lith. statìnė `barrel, cask'. A zero grade μ-derivation is also supposed in σταμῖνες (s. v.); comparable formations in other languages are Toch. B stām, A ṣtām `tree' (beside which with the original meaning stäm- `stand' in inf. stam-atsi etc.), OHG stam, gen. stammes `stem', which may stand for PGm. * stamna- (IE * sth₂-mn-o-) (and so would be formally identical with στάμνος), but which may also be explained diff. (WP. 2, 606 f., Pok. 1008). -- Cf. στήμων. -- Alb. LW [loanword] shtâmbë, shtëmbë f. `bottle' (Mann Lang. 17, 23). - Furnée 227, 245 compares στάφος: possible but uncertain. A Pre-Greek word seems more probable to me: a standing thing is not typically a vase.Page in Frisk: 2,777Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάμνος
-
13 στατοίς
-
14 στατοῖς
-
15 στατοίσι
-
16 στατοῖσι
-
17 στατού
-
18 στατοῦ
-
19 στατώ
-
20 στατῷ
См. также в других словарях:
στατός — placed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… … Dictionary of Greek
στάτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκάφη, ἄλλοι δὲ τὰς πέντε μνᾱς». [ΕΤΥΜΟΛ. < στατός, με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
στατά — στατός placed neut nom/voc/acc pl στατά̱ , στατός placed fem nom/voc/acc dual στατά̱ , στατός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατῶν — στατός placed fem gen pl στατός placed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατόν — στατός placed masc acc sg στατός placed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοῖς — στατός placed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοῖσι — στατός placed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοί — στατός placed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοῦ — στατός placed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατούς — στατός placed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)