Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σταθμ-ών

См. также в других словарях:

  • στάθμ' — στάθμαι , στάθμη carpenter s line fem nom/voc pl στάθμᾱͅ , στάθμη carpenter s line fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγάρχης — ζυγάρχης, ὁ (Α) ο αρχηγός ενός ζυγού ιππέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + αρχης (< άρχω), πρβλ. σταθμ άρχης, ταγματ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • σταλαμίδα — η, Ν 1. στάλα, σταλαγματιά 2. στον πληθ. οι σταλαμίδες α) το νερό τής βροχής όπως στάζει από τη στέγη β) η υδρορρόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαμός + επίθημα ίδα (πρβλ. σταθμ ίδα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»