-
61 пересылать
пересылатьнесов στέλνω, πέμπω, ἀποστέλλω:\пересылать по почте ἀποστέλλω ταχυδρομικώς. -
62 письмо
письм||ос1. ἡ ἐπιστολή, τό γράμμα:заказное \письмо τό συστημένο γράμμα, ἐπιστολή, ἐπί συστάσει· ценное \письмо ἡ συστημένη ἐπιστολή· послать \письмо до востребования στέλνω τό γράμμα ποστρεστάν2. (умение писать) ἡ γραφή, τό γράψιμο[ν]:искусство \письмоί ἡ γραφή. -
63 подсылать
подсылатьнесов στέλνω, στέλλω κρυφά. -
64 поеыльный
поеыльны||йм ὁ ἀγγελιαφόρος, ὁ ταχυδρόμος:посылать с \поеыльныйм στέλνω μέ ταχυδρόμο. -
65 посылка
посылк||аж1. (действие) ἡ ἀποστολή, τό στάλσιμο·2. (почтовая) τό δέμα, τό μικρόδεμα, τό πακέττο:посылать \посылкау στέλνω δέμα·3. филос. ἡ πρόταση [-ις], ἡ προκείμενη· ◊ быть на \посылкаах ἐκτελώ τις παραγγελίες κάποιου. -
66 почта
почт||аж τό ταχυδρομεῖο[ν]/ ἡ πόστα (тж. помещение):возду́шная \почта τό ἀεροπορικό ταχυδρομείο· по \почтае ταχυδρομικώς· посылать по \почтае ταχυδρομώ, στέλνω μέ τό ταχυδρομείο. -
67 присылать
присылатьивсов στέλνω, στέλλω, ἀποστέλλω. -
68 рассылать
рассылатьнесов στέλνω, ἀποστέλλω. -
69 слать
слатьнесов στέλνω, (απο)στέλλω. -
70 спускать
спускатьнесов1. (опускать) κατεβάζω:\спускать занавеску κατεβάζω τό παραπέτασμα· \спускать паруса κατεβάζω τά πανιά, ὑποστέλλω τά ίστία· \спускать курок πιέζω τή σκανδάλη·2. (на воду) καθελκύω, καθέ-λκω:\спускать корабль καθέλκω πλοΐον \спускать шлюпку κατεβάζω τή βάρκα·3. (выпускать \спускать о воде, воздухе) βγάζω/ ἀδειάζω (тк. о воде):\спускать воду из пруда ἀδειάζω τό νερό ἀπό τή δεξαμενή·4. (прощать) разг συγχωρώ, παραβλέπω·5. (растрачивать) разг χάνω:\спускать все (в азартной игре) τά χάνω ὅλα στό παιγνίδι· ◊ \спускать директивы, инструкции στέλνω ὁδηγίες· не \спускать глаз с кого-л. δέν ξεκολλώ τά μάτια μου ἀπό κάποιον \спускать с цепи́ λύνω· \спускать собак на кого́-л. βάζω τά σκυλιά νά χυμήξουν πάνω σέ κάποιον \спускать кого́-л. с лестницы разг γκρεμίζω κάποιον ἀπό τή σκάλα \спускаться1. κατεβαίνω:\спускаться по лестнице κατεβαίνω τή σκάλα·2. (вниз по реке) κατεβαίνω τό ποτάμι, κατέρχομαι τόν ποτα-μόν, πλέω προς τίς ἐκβολές. -
71 ссылать
ссылатьнесов ἐξορίζω, στέλνω ἐξορία[ν], ἐκτοπίζω. -
72 телеграмма
телеграмм||аж τό τηλεγράφημα:срочная \телеграмма τό ἐπείγον Τηλεγράφημα· посылать \телеграммау στέλνω τηλεγράφημα -
73 требование
требовани||ес1. ἡ ἀπαίτηση [-ις], ἡ ἀξίωση [-ις], ἡ διεκδίκηση [-ις]:по первому \требованиею μόλις τό ζητήσει κανείς' удовлетворить чьй-л, \требованиея ίκανοποιώ τίς ἀπαιτήσεις κάποιου· выдвигать \требованиея διεκδικώ·2. \требованиея мн. (норма, запросы, правила) οἱ ἀπαιτήσεις:человек с высокими \требованиеями ἀνθρωπος μέ ἀξιώσεις· отвечать современным \требованиеям ἀνταποκρίνομαι στίς σημερινές ἀπαιτήσεις·3. (документ) ἡ ἀϊτηση [-ις]:послать \требование на что́-л. στέλνω αίτηση γιά κάτι. -
74 ультиматум
ультиматумм τό τελεσίγραφο[ν], τό οὐλτιμάτουμ:предъявлять кому́-л. \ультиматум στέλνω τελεσίγραφο. -
75 усылать
усылатьнесов στέλνω, διώχνω, ἀπομακρύνω. -
76 учеба
учеб||аж οἱ σπουδές/ ἡ μάθηση [-ις], ἡ μόρφωση (образование):политическая \учеба τά πολιτικά μαθήματα· самостоятельная \учеба ἡ αὐτομόρφωση· посылать на \учебау στέλνω νά σπουδάσει. -
77 школа
школ||аж в разн. знач. ἡ σχολή, τό σχολειό, τό σχολεῖο[ν]:начальная \школа τό δημοτικό σχολείο· неполная средняя \школа τό ἐπτατάξιο σχολείο· средняя \школа τό γυμνάσιο[ν]· вечерняя \школа ἡ νυκτερινή σχολή· общеобразовательная \школа с техническим уклоном τό πρακτικόν λύκειον специальная \школа ἡ είδική σχολή· высшая \школа ἡ ἀνωτάτη σχολή· юридическая \школа ἡ νομική σχολή· директор \школа-ы ὁ σχολάρχης, ὁ διευθυντής σχολής (или σχολείου)· ходить в \школау πηγαίνω στό σχολείο· учиться в \школае σπουδάζω· отдать кого́-л. в \школау στέλνω στό σχολείο· окончить \школау τελειώνω τό σχολείο, ἀποφοιτώ σχολή· пройти́ хорошую \школау перен περνώ καλή. σχολή· создать свою \школау δημιουργώ δική μου σχολή. -
78 высылать
[βυσυλάτ'] ρ. στέλνω -
79 досылать
[ντασυλάτ'] ρ. στέλνω συμπληρωματικά -
80 командировать
[καμαννηραβάτ'] ρ. στέλνω με αποστολή
См. также в других словарях:
στέλνω — στέλνω, έστειλα βλ. πίν. 208 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στέλνω — Ν βλ. στέλλω … Dictionary of Greek
στέλνω — έστειλα, στάλθηκα, σταλμένος, κάνω κάτι ή κάποιον να απομακρυνθεί από κοντά μου και να πάει κάπου, αποστέλλω: Του έστειλα επιστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαργοξορίζω — στέλνω σε μακρινό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα + εξορίζω] … Dictionary of Greek
ξαναμηνώ — στέλνω ξανά μήνυμα … Dictionary of Greek
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αναπέμπω — (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω) 1. στέλνω προς τα επάνω 2. εκπέμπω, αναδίνω 3. απλώς στέλνω (Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό νεοελλ. βγάζω φωνή, εκστομίζω μσν. (στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω αρχ. Ι. ενεργ. 1. στέλνω προς … Dictionary of Greek
αντιπέμπω — ἀντιπέμπω (Α) 1. στέλνω απάντηση 2. στέλνω πίσω ήχο, αντηχώ 3. στέλνω κάτι ως ανταμοιβή 4. φρ. «ἀντιπέμπω στρατιάν» στέλνω στρατό εναντίον κάποιου 5. στέλνω κάποιον για ν αντικαταστήσει κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
επιπέμπω — (Α) [πέμπω] 1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.) 2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.) 3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ… … Dictionary of Greek
καταπέμπω — (AM καταπέμπω) στέλνω κάτι προς τα κάτω μσν. 1. βυθίζω κάποιον σε απελπισία 2. μτφ. στέλνω κάποιον στον Άδη («πιττάκιν τὸ ἐκατάπεμψεν ἀπέσω τὴν ψυχὴν μου, εἰς θάνατον μὲ ἀπέσωσεν», Λίβ. και Ρόδ.) αρχ. 1. στέλνω από τα μεσόγεια στα παράλια 2. (ειδ … Dictionary of Greek
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek