-
1 κατανθρακόω
II elsewh. only in [voice] Pass., ;ἅπαν κατηνθρακώθη θῦμ' ἐν.. φλογί E. IA 1602
; κατηνθρακώμεθ' ὀφθαλμοῦ σέλας I have it burnt out, Id.Cyc. 663.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατανθρακόω
См. также в других словарях:
κατανθρακώ — κατανθρακῶ, όω (Α) μεταβάλλω εντελώς σε άνθρακα με την καύση, απανθρακώνω, «κάνω κάρβουνο» (α. «στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι», Αισχύλ. β. «δέμας φλογιστὸν ἤδη καὶ κατηνθρακωμένον», Σοφ.) … Dictionary of Greek