-
1 ειρηνευω
1) тж. med. жить в мире(Plat.; πρός τινα Diod., med. Arst. и μετά τινος NT.)
2) умиротворять(στάσιν Babr.; ἥ εἰρηνευομένη χώρα Polyb.)
1 ειρηνευω
(Plat.; πρός τινα Diod., med. Arst. и μετά τινος NT.)
(στάσιν Babr.; ἥ εἰρηνευομένη χώρα Polyb.)