-
1 σπορας
1) рассеянный, разбросанныйσποράδες κατὰ δύο Her. — рассыпавшись попарно;
(αἱ νῆες) σποράδες πρὸς τέν Πελοπόννησον κατηνέχθησαν Thuc. — корабли были в беспорядке отнесены (бурей) к Пелопоннесу2) живущий в одиночку(ζῷα Arst.)
νησιώτης σ. βίος Eur. — жизнь на уединенном острове3) отрывочный, несвязныйΜοῖσαι σποράδες Anth. — разрозненные стихотворения - см. тж. Σποράδες -
2 σπορᾶς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σπορᾶς
-
3 θηλη
ἥ сосок, сосец(θηλαὴ μαστῶν Arst.; θηλέν ὑπέχειν τοῖς βρέφεσι Plut.)
δέξασθαι θηλαῖσι σπορὰς ἀρνῶν Eur. — дать сосцы молодым ягнятам -
4 σπορα
ἥ [σπείρω]1) сеяние, посев(σπερμάτων Plat.)
2) досл. время сева, перен. год3) род, племя Soph.4) рождениеἡ τοῦ γένους σ. Plat. — размножение
5) отпрыск, потомок(Εὐρύτου Soph.)
θήλεια и θῆλυς σ. Eur. — женское потомство
См. также в других словарях:
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδα — σποράς scattered masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδας — σποράς scattered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδες — σποράς scattered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδεσι — σποράς scattered masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδεσσι — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδεσσιν — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδι — σποράς scattered masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδος — σποράς scattered masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)