-
1 ηβαιον
adv. мало, чутьἐλθόντες ἠ. ἀπὸ σπείους Hom. — когда мы немного отошли от пещеры;
преимущ. при — отрицании:οὔ σε χρέ αἰδοῦς οὐδ΄ ἠ. Hom. — тебе совершенно нечего стесняться -
2 μυχος
ὅ тж. pl.1) наиболее удаленная часть, внутренность, глубина(δόμου, σπείους, ἄντρου Hom.)
ἐν μυχῷ χθονός Eur. — в недрах земли;Κορίνθου ἐν μυχοῖσι Pind. — в середине (в центре) Коринфа;μυχῷ Ἄργεος Hom. — в укромном уголке Аргоса;ἐν μυχῷ τῆς θήκης Her. — в глубине склепа;μυχοὴ μαντικοί Aesch. — внутреннее святилище, прорицалище храма;διὰ μυχῶν βλέπειν Soph. — подсматривать из потаенных уголков, т.е. действовать из-за угла2) внутренняя часть дома, внутреннее помещениеμυχοῦ ἄφερκτος Aesch. — изгнанный из дома;
οὐ γὰρ ἐν μυχοῖς ἔτι Soph. — его уж нет в доме3) залив, бухта(ἁλός Pind.; τοῦ λιμένος Thuc.)
4) ущелье, лощина(τῶν ὀρέων Xen.)
См. также в других словарях:
σπείους — σπεί̱ους , σπέος cavern neut gen sg (attic epic doric) σπεί̱ους , σπεῖος neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηβαιός — ἠβαιός, ά, όν (Α) (ιων. τ. τού βαιός) (συνήθ. με το αρνητικό ουδέ) 1. μικρός, λίγος («οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ ἠβαιαί» δεν έχει μυαλό, ούτε λίγο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠβαιόν καθόλου («οὐδ ἠβαιόν», Ομ. Οδ.) 3. φρ. «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» σε… … Dictionary of Greek
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek