-
1 israf
σπατάλη -
2 savurganlık
σπατάλη, ασωτία -
3 растрата
-
4 прожигание
-я ουδ.1. κάθαρση με καύση,2. σπατάλη•прожигание денег σπατάλη χρημάτων.
-
5 расточение
-я ουδ.παλ. σπατάλη, ασωτία•расточение имущества σπατάλη περιουσίας.
|| γαλαντομία, γενναιοδωρία• κουβαρνταλίκι. -
6 растрата
1. (бесцельное употребление) η σπατάλη 2. (незаконное израсходование доверенных денег или имущества) η κατάχρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > растрата
-
7 мотовство
мотовствос ἡ σπατάλη, τό σκόρπισμα -
8 непроизводительный
непроизводительныйприл ἄσκοπος, μή παραγωγικός:\непроизводительныйые расходы οἱ ἄσ-κοπες δαπάνες· \непроизводительный труд ἡ μή παραγωγική ἐργασία· \непроизводительныйая тра́та времени ἡ ἄσκοπη σπατάλη χρόνου. -
9 нерасчетливость
нерасчетлив||остьж1. ἡ σπατάλη, ἡ ὅλλειψις πνεύματος οίκονομίας·2. (непредусмотрительность) ἡ ἀπρονοησία, ἡ ἔλλειψις πρακτικού πνεύματος. -
10 нецелесообразный
нецелесообразн||ыйприл ἄσκοπος, μή σκόπιμος:\нецелесообразныйая трата времени ἡ ἄσκοπη σπατάλη χρόνου. -
11 перевод
перевод Iм1. (куда-л.) ἡ μετάθεση [-ις], ἡ μεταφορά·2. (на другой язык) ἡ μετάφραση[\переводις]:во́льный \перевод ἡ ἐλεύθερη ἀπόδοση· дословный \перевод ἡ κατά λεξη μετάφραση·3. (почтовый и т. ἡ.) τό ἐμβασμα· 4.:\перевод Стрелки часов ἡ μετάθεση τῶν δειχτών τοῦ ὠρολογιοῦ·5. (бесполезное расходование) разг ἡ διασπάθιση, ἡ σπατάλη. -
12 проматываться
проматывать||сяразг καταστρέφομαι ἀπό τήν σπατάλη. -
13 расточительность
расточитель||ностьж ἡ σπατάλη, ἡ διασπάθιση [-ις]. -
14 расточительство
расточитель||ствос ἡ σπατάλη, τό ἀνεμο-σκόρπισμα. -
15 растрата
растра́||таж1. (незаконное расходование) ἡ κατάχρηση [-ις]·2. (напрасная трата) ἡ σπατάλη. -
16 транжирка
транжир||каж ἡ σπάταλη, ἡ ἄσωτη γυναίκα. -
17 extravagance
noun His wife's extravagance reduced them to poverty; Food is a necessity, but wine is an extravagance.) σπατάλη,υπερβολή -
18 lavishness
noun απλοχεριά, σπατάλη -
19 thriftiness
noun οικονομία, όχι σπατάλη -
20 waste
[weist] 1. verb(to fail to use (something) fully or in the correct or most useful way: You're wasting my time with all these stupid questions.) σπαταλώ, χαραμίζω2. noun1) (material which is or has been made useless: industrial waste from the factories; ( also adjective) waste material.) απορρίματα, απόβλητα2) ((the) act of wasting: That was a waste of an opportunity.) σπατάλη, άδικο χάσιμο3) (a huge stretch of unused or infertile land, or of water, desert, ice etc: the Arctic wastes.) έρημη έκταση•- wastage- wasteful
- wastefully
- wastefulness
- waste paper
- wastepaper basket
- waste pipe
- waste away
См. также в других словарях:
σπατάλη — wantonness fem nom/voc sg (attic epic ionic) σπαταλάω live softly pres imperat act 2nd sg (doric) σπαταλάω live softly pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σπαταλάω live softly imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλῃ — σπατάλη wantonness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… … Dictionary of Greek
σπατάλη — η αλόγιστη δαπάνη: Έχουν ληφθεί μέτρα για τον περιορισμό της σπατάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαταλᾶν — σπατάλη wantonness fem gen pl (doric aeolic) σπαταλάω live softly pres part act masc voc sg (doric aeolic) σπαταλάω live softly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σπαταλάω live softly pres part act masc nom sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαταλῶν — σπατάλη wantonness fem gen pl σπαταλάω live softly pres part act masc voc sg σπαταλάω live softly pres part act neut nom/voc/acc sg σπαταλάω live softly pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σπαταλάω live softly pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλαις — σπατάλη wantonness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλημα — σπατάλη wantonness neut nom/voc/acc sg σπατάλημα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλην — σπατάλη wantonness fem acc sg (attic epic ionic) σπαταλάω live softly imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σπαταλάω live softly imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλης — σπατάλη wantonness fem gen sg (attic epic ionic) σπαταλάω live softly pres ind act 2nd sg σπαταλάω live softly imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάταλος — η, ο / σπάταλος, ον, ΝΜΑ, και σπαταλός, ή, όν, Α αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, ασυλλόγιστα, πολυδάπανος, πολυέξοδος (α. «είναι σπάταλος, δεν τού μένει δραχμή» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek