Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σπανός

  • 1 безбородый

    безбородый
    прил σπανός, χωρίς γένεια, ἀγένειος.

    Русско-новогреческий словарь > безбородый

  • 2 голый

    επ., βρ: гол, -а, -о.
    1. γυμνός, γδυμνός•

    -ые ноги γυμνά πόδια•

    -ое тело γυμνό σώμα.

    || φτωχός, ελεεινός, άθλιος.
    2. αποψιλωμένος, μαδαρός, σπανός, φαλακρός, αβλάστητος, άβλαστος, αφύτρωτος.
    3. ακάλυπτος.
    4. ανόθευτος, καθαρός, γνήσιος, σκέτος•

    голый спирт καθαρό οινόπνευμα.

    || μονάτος, μόνο• μονάχα•

    -ые факты σκέτα γεγονότα•

    -ые цифры μόνο (μονάχα) αριθμοί.

    εκφρ.
    голый провод – γυμνό καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία)•
    - ые стены – γυμνοί τοίχοι (χωρίς στολίδια)•
    - ми руками – με τα χέρια (μόνο), χωρίς όπλο ή εργαλείο.

    Большой русско-греческий словарь > голый

  • 3 голь

    θ. παλ.
    1. αθρσ. φτωχολογιά, φτωχόκοσμος, η φτώχεια, οι φτωχοί.
    2. τόπος αποψιλωμένος, αβλάστητος, σπανός, φαλακρός.

    Большой русско-греческий словарь > голь

См. также в других словарях:

  • σπανός — rare masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανός — (I) ή, ό / σπανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῡ... σπανόν, ἐπὶ τοῡ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῡ πώγωνος», Παλλάδ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • Σπανός — ὁ, θηλ. Σπανή, Α ο Ισπανός («Σπανὸς ἀνὴρ δημότης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο τ. τής λ. Ἱσπανός] …   Dictionary of Greek

  • Σπανός — Σπανόν masc nom sg Σπανός grey masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει βλάστηση: Η κορυφή αυτού του βουνού είναι εντελώς σπανή. 2. άτριχος άντρας από τη φύση του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σπανός, Αλέξιος — Λόγιος από τα Γιάννενα του τέλους του Που αι. και των αρχών του 18ου. Δίδαξε τα ελληνικά γράμματα στην Αδριανούπολη και σε άλλες πόλεις. Ο Σ. συμπλήρωσε και σύνταξε ευρετήριο των μεταφράσεων στη δημοτική του έργου Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου, που… …   Dictionary of Greek

  • Σπανός, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821 από το Κρανίδι της Αργολίδας. Αναφέρεται και με το όνομα Σπανοθανάσης. Έπεσε πολεμώντας στην Κόρτεσα (29 Νοεμβρίου 1822) …   Dictionary of Greek

  • σπανῶν — σπανός rare fem gen pl σπανός rare masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανόν — σπανός rare masc acc sg σπανός rare neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανοῖς — σπανός rare masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανοί — σπανός rare masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»