-
1 σπανία
σπανίᾱ, σπάνιοςrare: fem nom /voc /acc dualσπανίᾱ, σπάνιοςrare: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)σπανίᾱ, σπανίαfem nom /voc /acc dualσπανίᾱ, σπανίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σπανίᾱͅ, σπάνιοςrare: fem dat sg (attic doric aeolic)σπανίᾱͅ, σπανίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 σπανία
-
3 Σπανια
тж. Ἰσπανία ἥ Испания Plut. -
4 σπανία
-
5 Σπανία
Σπανία, ας, ἡ (Diod S 5, 37, 2; Athen. 8, 330f; 13 p. 657f; pap [CWessely, WienerStud 24, 1902, 147]; 1 Macc 8:3) Spain, the goal of a journey planned by Paul Ro 15:24, 28 (EBarnikol, Spanienreise u. Römerbrief ’34). That he reached Spain at some time (cp. 1 Cl 5:7 ‘the western limit’) is maintained w. more or less certainty by BWeiss, FSpitta (Zur Gesch. u. Lit. des Urchristentums I 1893, 1–108), Zahn (Einl. I3 1907 §33–37), Harnack (Mission I4 1923, 83), JFrey (Die zweimalige röm. Gefangenschaft u. das Todesjahr des Ap. Pls 1900, Die letzten Lebensjahre des Pls 1910), EDubowy (Klemens v. Rom über d. Reise Pauli nach Spanien 1914), JWeiss (Das Urchristentum 1917, 300), ADeissmann (Paulus2 1925, 192=Paul 1926, 248) et al.; on the other hand, it is denied by HHoltzmann et al. and by PWendland (Die urchristl. Literaturformen 1912, 366), FPfister (ZNW 14, 1913, 216ff), EMeyer (III 1923, 131f), FHielscher (Forschungen zur Geschichte des Ap. Pls 1925), EvDobschütz (Der Ap. Pls I 1926, 17) et al.; HLietzmann, Gesch. der Alten Kirche I ’32, 111 and ANock, St. Paul ’38, 142–44 (Paulus ’40, 112f) leave the question open.—Paul’s interest in Spain accords with his general interest in reaching centers of considerable cultural achievement. See Fontes Hispaniae Antiquae I–IX 1922–59; La grande enciclopédie VIII ‘Easpagna’; Pauly-W. VIII 1965–2046; MRostovtzeff, Social and Economic History of the Roman Empire I ’57, 83–112; JvanNostrand, ‘Roman Spain’, in TFrank, ed. Economic Survey of Ancient Rome III ’37, 119–24.—M-M. -
6 σπανια
I.ἥ редкость, недостаток, нехватка, скудость(τῶν ἀγαθῶν Eur.; τῶν τροφῶν Diod.)
II.adv. изредка, редко Plut. -
7 σπανίᾳ
Βλ. λ. σπανία -
8 Σπανία
{собств., 2}Испания (недостаточность, дефицитность).Страна в Европе, целый полуостров южной Пиренеи (Рим. 15:24, 28).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Σπανία
-
9 Σπανία
{собств., 2}Испания (недостаточность, дефицитность).Страна в Европе, целый полуостров южной Пиренеи (Рим. 15:24, 28).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Σπανία
-
10 σπάνια
επίρρ. редко, нечасто -
11 Σπανία
Испания.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Σπανία
-
12 σπάνια
σπάνιοςrare: neut nom /voc /acc pl -
13 σπάνια
[спаниа] εχίρ. редко,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπάνια
-
14 σπάνια
[спаниа] εχίρ редко. -
15 σπανία
-
16 σπάνια
rarement -
17 σπάνια
rzadko przysł. -
18 σπάνια
1) málokdy2) vzácně3) zřídka4) zřídkakdy -
19 σπάνια
1) rarely2) seldomΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπάνια
-
20 όχι σπάνια
нереткоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > όχι σπάνια
См. также в других словарях:
σπανία — σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίᾳ — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανία — ἡ, Α [σπάνιος] σπανιότητα, σπάνις … Dictionary of Greek
σπάνια — σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίας — σπανίᾱς , σπάνιος rare fem acc pl σπανίᾱς , σπάνιος rare fem gen sg (attic doric aeolic) σπανίᾱς , σπανία fem acc pl σπανίᾱς , σπανία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίαι — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίαν — σπανίᾱν , σπάνιος rare fem acc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱν , σπανία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάνι' — σπάνια , σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl σπάνιε , σπάνιος rare masc voc sg σπάνιαι , σπάνιος rare fem nom/voc pl σπάνιι , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) σπάνιε , σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… … Dictionary of Greek
κρυπτοκοκκίαση — Σπάνια χρόνια και διάχυτη νόσος, που προκαλείται από τον μύκητα Cryptococcus neoformans. Προκαλεί αναπνευστική λοίμωξη, η οποία μπορεί να περάσει απαρατήρητη μέχρι να προσβάλλει η νόσος το κεντρικό νευρικό σύστημα και να προκαλέσει μηνιγγίτιδα. * … Dictionary of Greek
αιμοχρωμάτωση — Σπάνια παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός είναι υπερφορτωμένος με σίδηρο. Η υπερφόρτωση οφείλεται σε: α) μεγάλη αύξηση του ποσοστού του σιδήρου που προσλαμβάνεται από το πεπτικό σύστημα (πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής α.), β) εναπόθεση του… … Dictionary of Greek