Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σπανια

  • 41 махать

    машу, машешь κ. -аю, -аешь, επιρ. μτχ. махая κ. (σπάνια) маша/
    ρ.δ.
    1. με οργν. σείω, κουνώ στον αέρα•

    птица -шет крыльями το πουλί φτερουγίζει στον αέρα.

    || γνεύω, νεύω, γνέφω, κάνω νεύμα με το χέρι.
    2. διανύω, διατρέχω.

    Большой русско-греческий словарь > махать

  • 42 набегать

    ρ.δ.
    1. βλ. набежать.
    2. αφήνω Ιχνη, τορό.
    3. εκγυμνάζω, εξασκώ στο τρέξιμο.
    τρέχω πολύ. || κουράζομαι από το πολύ τρέξιμο.
    ρ.δ.
    1. βλ. набежать.
    2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω, εισορμώ.
    3. επισκέπτομαι, σπάνια, και στα πεταχτά.
    4. διπλώνω, σουφρώνω (για ενδύματα).

    Большой русско-греческий словарь > набегать

  • 43 неупотребительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    αχρησιμοποίητος• δύσχρηστος•

    ое слово σπάνια χρησιμοποιούμενη λέξη.

    Большой русско-греческий словарь > неупотребительный

  • 44 одарить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одаренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. δωρίζω, χαρίζω•

    одарить всех друзей δίνω δώρα σ όλους τους φίλους.

    2. μτφ. προικίζω•

    природа -ла его редкими способностями η φύση τον προίκισε με σπάνια χαρίσματα ή ικανότητες.

    Большой русско-греческий словарь > одарить

  • 45 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 46 помело

    -а, πλθ. (σπάνια) поме/лья, -ьев ουδ.
    σκούπα σε σκουπόξυλο.

    Большой русско-греческий словарь > помело

  • 47 потроха

    -ов πλθ. (ενκ. σπάνια потрох -а α.)
    εντόσθια, σπλάχνα•

    куриные потроха τα εντόσθια της κότας.

    εκφρ.
    выпустить -а – ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)•
    со своими -ами – με όλα τα υπάρχοντα μου, με ό,τι έχω και δεν έχω.

    Большой русско-греческий словарь > потроха

  • 48 промеж

    πρόθ. με γεν. κ. (σπάνια) με οργν. (παλ. κ. απλ.)
    βλ. между.

    Большой русско-греческий словарь > промеж

  • 49 расколыхать

    -лышу, -лышешь κ. (σπάνια) -аю, -аешь
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. колыхать.
    2. μτφ. ταράσσω, διεγείρω, κινώ.
    1. ταράσσομαι, κινούμαι• σαλεύω• φουρτουνιάζω•

    море -шется η θάλασσα αρχίζει να φουρτουνιάζει.

    2. αναταράσσομαι• ανακατεύομαι• κινούμαι κυματοειδώς•

    массы -лись οι μάζες αναταράχτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > расколыхать

  • 50 редкий

    επ., βρ: -док, -дка, -дко; συγκρ. β. реже, υπερθ. β. редчайший.
    1. αραιός•

    -ие зубы αραιά δόντια•

    -ие волосы αραιά μαλλιά•

    -ая ткань αραιό ύφασμα.

    2. σπάνιος-редкийое явление σπάνιο φαινόμενο•

    редкий случай σπάνια περ•ίπτωση.

    3. δυσεύρητος•

    -ая книга σπάνιο βιβλίο•

    крайне редкий σπανιότατος.

    4. εξαιρετικός•

    женщина -ой красоты γυναίκα εξαιρετικής (σπάνιας) ομορφιάς.

    Большой русско-греческий словарь > редкий

  • 51

    μόριο
    στο τέλος της λέξης σε ένδειξη τρυφερότητας, αβρότητας, σεβασμού, δουλοπρέπειας και σπάνια ειρωνικά, αστεία• παλ. προέρχεται από το αρχικό γράμμα της λέξης•

    сударь στην κλητική πτώση και σημαίνει: κύριε•

    нет-с, это вам не пройдёт-с όχι,κύριε, αυτό δε θα σας περάσει.

    Большой русско-греческий словарь >

  • 52 словенцы

    -ев
    κ. (σπάνια)•

    словны, -вен πλθ.,

    βλ. словенец.

    Большой русско-греческий словарь > словенцы

  • 53 случай

    α.
    1. περίπτωση, περιστατικό, συμβάν•

    непредвиденный случай απρόβλεπτη περίπτωση•

    особенный случай ιδιαίτερη περίπτωση•

    в подобном -е σε τέτοια (παρόμοια) περίπτωση•

    в противном -е σε αντίθετη περίπτωση•

    как в настоящем -е όπως τώρα σ αυτή εδώ την περίπτωση•

    ни в коем -Θ σε καμιά περίπτωση•

    если представится случай αν παρουσιαστεί περίπτωση•

    на случай смерти σε περίπτωση θανάτου•

    -и из моей жизни περιστατικά από τη ζωή μου•

    редкий случай σπάνια περίπτωση.

    || κρούσμα•

    -заболевания κρούσμα ασθένειας•

    -и нарушения дисциплины κρούσματα απειθαρχίας.

    2. περίσταση• ευκαιρία•

    в донном -е στη δοσμένη περίσταση•

    в удобном -е στη κατάλληλη ευκαιρία•

    по -ю чего με την ευκαιρία του....

    3. βλ. случайность.
    εκφρ.
    в -е чего – σε περίπτωση που•
    на -е – α) σε περίπτωση, β) παλ. τυχαία•
    от -я к -ю – πότε-πότε, από καιρό σε καιρό, που και που, κάπου-κάπου•
    купить по -ю – αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας•
    по -ю чего – λόγω, συνεπεία, ένεκα•
    при -е – α) σε ώρα ανάγκης, στην ανάγκη, β) σε μερικές περιπτώσεις, κάποτε, ενίοτε•
    в таком (этом) -е – σε τέτοια (αυτή) ή τη δοσμένη περίπτωση•
    в -е если – σε περίπτωση αν..., на первый случай για πρώτη φορά•
    быть в -е; попасть в -е – είμαι τυχερός, τυχαίνω σε ευνοϊκή κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > случай

См. также в других словарях:

  • σπανία — σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπάνιος rare fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc/acc dual σπανίᾱ , σπανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανίᾳ — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανία — ἡ, Α [σπάνιος] σπανιότητα, σπάνις …   Dictionary of Greek

  • σπάνια — σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανίας — σπανίᾱς , σπάνιος rare fem acc pl σπανίᾱς , σπάνιος rare fem gen sg (attic doric aeolic) σπανίᾱς , σπανία fem acc pl σπανίᾱς , σπανία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανίαι — σπανίᾱͅ , σπάνιος rare fem dat sg (attic doric aeolic) σπανίᾱͅ , σπανία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανίαν — σπανίᾱν , σπάνιος rare fem acc sg (attic doric aeolic) σπανίᾱν , σπανία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνι' — σπάνια , σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl σπάνιε , σπάνιος rare masc voc sg σπάνιαι , σπάνιος rare fem nom/voc pl σπάνιι , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) σπάνιε , σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτοκοκκίαση — Σπάνια χρόνια και διάχυτη νόσος, που προκαλείται από τον μύκητα Cryptococcus neoformans. Προκαλεί αναπνευστική λοίμωξη, η οποία μπορεί να περάσει απαρατήρητη μέχρι να προσβάλλει η νόσος το κεντρικό νευρικό σύστημα και να προκαλέσει μηνιγγίτιδα. * …   Dictionary of Greek

  • αιμοχρωμάτωση — Σπάνια παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός είναι υπερφορτωμένος με σίδηρο. Η υπερφόρτωση οφείλεται σε: α) μεγάλη αύξηση του ποσοστού του σιδήρου που προσλαμβάνεται από το πεπτικό σύστημα (πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής α.), β) εναπόθεση του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»