-
41 χειροσοφος
-
42 4680
{прил., 22}мудрый, премудрый, разумный, сообразительный, умелый, искусный, опытный; как сущ. мудрец.Ссылки: Мф. 11:25; 23:34; Лк. 10:21; Рим. 1:14, 22; 16:19, 27; 1Кор. 1:19, 20, 25-27; 3:10, 18-20; 6:5; Еф. 5:15; 1Тим. 1:17; Иак. 3:13; Иуд. 1:25. LXX: 2450 (םָכָח).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4680
См. также в других словарях:
σοφός — skilled in any handicraft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό επίρρ. ά 1. πολυμαθής: Ο Σόλωνας ήταν ένας από τους εφτά σοφούς της αρχαιότητας. 2. συνετός, μετρημένος: Οι σοφές συμβουλές του δασκάλου του τον βοήθησαν πολύ στη ζωή. – Η χώρα αυτή κυβερνήθηκε από σοφούς πολιτικούς. 3. κατάλληλος, αυτός που … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσποιη(σί)σοφος — ον, Α ο προσποιούμενος τον σοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσποιοῦμαι + σοφός, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek
Οὐδεὶς δ’ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. — См. Всезнанья Бог человеку не дал … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σοφά — σοφός skilled in any handicraft neut nom/voc/acc pl σοφά̱ , σοφός skilled in any handicraft fem nom/voc/acc dual σοφά̱ , σοφός skilled in any handicraft fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφώτερον — σοφός skilled in any handicraft adverbial comp σοφός skilled in any handicraft masc acc comp sg σοφός skilled in any handicraft neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτάτω — σοφός skilled in any handicraft masc/neut nom/voc/acc superl dual σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτάτων — σοφός skilled in any handicraft fem gen superl pl σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτέραις — σοφός skilled in any handicraft fem dat comp pl σοφωτέρᾱͅς , σοφός skilled in any handicraft fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτέρων — σοφός skilled in any handicraft fem gen comp pl σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)