-
41 καταδύω
κατα-δύω, (1) trans. Bdtg, untergehen lassen, untertauchen, versenken; ein Schiff leck machen, daß es sinkt; übertr., ἐμὲ δὲ οἱ ἄλλοι ἄνϑρωποι καταδύουσι τῷ ἄχει, sie versenken mich in Kummer; ἥλιον κατεδύσαμεν λέσχῃ, wir ließen über unser Geschwätz die Sonne untergehen. (2) intrans. Bdtg, untergehen, untertauchen, versinken; (a) von der Sonne; πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα, bis zum Untergang der Sonne; (b) sich unter etwas, in etwas hineinbegeben, hineindringen, -schleichen; κατα δῠναι ὅμιλον, sowohl sich in die Schaar hineinschleichen, um sich zu verbergen, als hineindringen, μάχην καταδύμεναι ἀνδρῶν; καταδύσεο μῶλον Ἄρηος, gehe in das Schlachtgetümmel; ἀνδρῶν δυςμενέων κατέδυ πόλιν, er begab sich heimlich hinein; καταδυσόμεϑ' εἰς Ἀΐδαο δόμους, wir werden in die Unterwelt hinabgehen; (c) sich verbergen, verstecken, gew. mit dem Nebenbegriffe der Scham; εἰς ἄπορον ὁ σοφιστὴς τόπον καταδέδυκεν, er hat sich zurückgezogen, versteckt; (d) sich anziehen, anlegen -
42 κατασοφιστής
κατα-σοφιστής, ὁ, der mit sophistischen Künsten gegen etwas kämpft -
43 μεγαλοσοφιστής
μεγαλο-σοφιστής, ὁ, großer Sophist -
44 μετεωροσοφιστής
μετεωρο-σοφιστής, ὁ, ein Sophist, der sich mit Beobachtung der Himmels- u. Lufterscheinungen abgibt -
45 ὑπερσοφιστής
ὑπερ-σοφιστής, ὁ, der Überweise
См. также в других словарях:
σοφιστής — master of one s craft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… … Dictionary of Greek
σοφιστής — ο 1. αυτός που μεταχειρίζεται σοφίσματα: Είναι σοφιστής και θα σας πείσει. 2. (στην αρχαιότητα), δάσκαλος της ρητορικής, της πολιτικής και της κοινωνικής φιλοσοφίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πωλέων — Σοφιστής που επονομαζόταν Τραλλιανός, γιατί καταγόταν από τις Τράλλεις της Μικράς Ασίας. Έζησε στη Ρώμη τα χρόνια του Πομπηίου (106 48 π.Χ.). Ανάμεσα σε άλλα, έγραψε και Περί του εμφυλίου της Ρώμης πολέμου … Dictionary of Greek
Φαβωρίνος — Σοφιστής και φιλόσοφος από την Αρελάτη της Γαλατίας, που έδρασε τον 2o αι. μ.Χ. Ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στη Μικρά Ασία και συνδέθηκε με τον Ηρώδη Αττικό και τον Πλούταρχο. Ο τελευταίος αφιέρωσε στον Φ. δύο πραγματείες του. Η… … Dictionary of Greek
σοφισταῖς — σοφιστής master of one s craft masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισταί — σοφιστής master of one s craft masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστοῦ — σοφιστής master of one s craft masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστᾶν — σοφιστής master of one s craft masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστῇ — σοφιστής master of one s craft masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστῇσιν — σοφιστής master of one s craft masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)