-
1 σοφιστης
- οῦ ὅ1) сведущий человек, знаток2) мастер, художникσ. Θρῄξ Eur. — фракийский художник, т.е. Орфей
3) создатель, изобретатель(πολλῶν πημάτων Eur.)
4) мудрец5) софист, платный учитель философии и риторики(Thuc., Plat.; τέν σοφίαν τοὺς ἀργυρίου πωλοῦντας σοφιστὰς ἀποκαλοῦσιν Xen.)
6) ( начиная с Платона) софист, лжефилософ, шарлатан(ἔστι ὅ σ. χρηματιστές ἀπὸ φαινομένης σοφίας Arst.)
-
2 σοφιστής
ο софист -
3 σοφιστής
[софистис] ουσ. а. софист.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σοφιστής
-
4 σοφιστής
[софистис] ουσ α софист. -
5 αντισοφιστης
-
6 ασθενης
21) слабый, слабосильный(δύναμις Her.; τῷ σώματι Dem.)
2) бессильный, неспособный(εἰς ταλαιπωρίην Her.; πόνον ἐνεγκεῖν Dem.)
3) бедный, неимущий(χρήμασιν Her.; ἀ. καὴ πένης Plat.)
4) ничтожный, жалкий(σοφιστής Her.; σόφισμα Aesch.)
5) мелкий, маловодный(ποταμός Her.)
6) легковесный, низкого удельного веса(ὕδωρ Her.)
-
7 δεινος
I.31) внушающий благоговейный трепет или священный ужас(θεός Hom.)
Στυγὸς ὕδωρ ὅστε ὅρκος δεινότατος θεοῖσιν Hom. — вода Стикса, клятва которой наиболее священна для богов2) страшный, ужасный, грозный(Χάρυβδις Σκύλλη τε, πέλωρα θεῶν Hom.; πόλεμος Pind., Plat.)
δεινὸν или δεινὰ ποιεῖν или ποιεῖσθαι τι Her., Thuc., Luc. — считать ужасным что-л., ужасаться чему-л.;тж. — выражать отчаяние, возмущаться или негодовать по поводу чего-л. (ср. 4);τοῦτο δεινὸν γίνεται μέ … Her. — существует опасность, что …;οὐδὲν δεινὸν αὐτῷ μήποτε ἀδικηθῇ Plat. — нечего опасаться, чтобы ему могла быть когда-либо нанесена обида;δεινὰ παθεῖν Her., Thuc., Plat., Arph. — подвергнуться суровому наказанию, претерпеть, выстрадать3) перен. страшный, ужасный, в знач. необычайный, огромный(σάκος Hom.; ἵμερος Her.; ἐπιθυμίαι Plat.)
4) странный, неслыханныйδεινὸν φωνεῖς Soph. или δεινὸν πρᾶγμα λέγεις Plat. — странную вещь ты говоришь;
δεινὰ ποιεῖσθαι Xen. — поражаться, изумляться (ср. 2)5) важный, значительный, тж. великий, замечательный; превосходный(σοφιστής Eur., Plut.; ἀκοντιστής Plat.; ῥήτωρ Dem.; στρατηγός Arst.)
δ. τι Arph., Xen., Plat., περί τι Plat., Arst., Plut., περί τινος Plat., εἴς τι Arph., τινι Soph. и ποιεῖν τι Soph., Arph., Arst., Plut. — искусный в чем-л.;II.gen. к δεῖνα См. δεινα -
8 μετεωροσοφιστης
-
9 ψευδοσοφιστης
См. также в других словарях:
σοφιστής — master of one s craft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… … Dictionary of Greek
σοφιστής — ο 1. αυτός που μεταχειρίζεται σοφίσματα: Είναι σοφιστής και θα σας πείσει. 2. (στην αρχαιότητα), δάσκαλος της ρητορικής, της πολιτικής και της κοινωνικής φιλοσοφίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πωλέων — Σοφιστής που επονομαζόταν Τραλλιανός, γιατί καταγόταν από τις Τράλλεις της Μικράς Ασίας. Έζησε στη Ρώμη τα χρόνια του Πομπηίου (106 48 π.Χ.). Ανάμεσα σε άλλα, έγραψε και Περί του εμφυλίου της Ρώμης πολέμου … Dictionary of Greek
Φαβωρίνος — Σοφιστής και φιλόσοφος από την Αρελάτη της Γαλατίας, που έδρασε τον 2o αι. μ.Χ. Ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στη Μικρά Ασία και συνδέθηκε με τον Ηρώδη Αττικό και τον Πλούταρχο. Ο τελευταίος αφιέρωσε στον Φ. δύο πραγματείες του. Η… … Dictionary of Greek
σοφισταῖς — σοφιστής master of one s craft masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφισταί — σοφιστής master of one s craft masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστοῦ — σοφιστής master of one s craft masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστᾶν — σοφιστής master of one s craft masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστῇ — σοφιστής master of one s craft masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστῇσιν — σοφιστής master of one s craft masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)