-
1 Σουνιακος
-
2 γουνος
Iэп.-ион. gen. к γόνυ См. γονυIIὅ бугор, холм, нагорье(Ἀθηνάων Hom. и γουνοὴ Ἀθανᾶν Pind.; γουνοὴ Νεμείης Hes.; γ. Σουνιακός Her.)
γ. ἀλωῆς Hom. — сад на возвышенности
См. также в других словарях:
σουνιακός — ή, ό / σουνιακός, ή, όν, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σούνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + κατάλ. ακός (πρβλ. Τηνι ακός)] … Dictionary of Greek
Σουνιακόν — Σούνιον a man of Sunium masc acc sg Σούνιον a man of Sunium neut nom/voc/acc sg Σουνιακός a man of Sunium masc acc sg Σουνιακός a man of Sunium neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)