-
1 σοβαρός
A rushing, violent, ἄνεμος.. φέρεται ς. Ar.Nu. 406; ;ὡς σ. εἰσελήλυθεν ὁ συκοφάντης Id.Pl. 872
;ὁ σ. ἡμῖν ἀρτίως καὶ πολεμικός.. κλάει κατακλινείς Men.Pk.52
; λίαν ἦν θρασὺς καὶ σ. [ ὁ Ἔρως] Aristopho 11.5. Adv. - ρῶς, opp. ἥσυχος, ἠρέμα, Ar. Pax83.II swaggering, pompous, haughty: of a horse,= γαῦρος, X.Eq.10.17;σ. καὶ ὀλίγωρος D.59.37
; σ. αὐχένες, ὀφρύες, AP 5.27,91 (both Rufin.);σοβαρὸς τῇ χαίτῃ Luc.Zeux.5
;σοβαρὸν γελᾶν Pl.Epigr.4.1
, Theoc.20.15. Adv.- ρῶς Plb.3.72.13
, Plu.Alc.4.2 of things, σ. μέλος a rousing tune, Ar.Ach. 674; imposing, [ στολή] Plu.Alex.45; of a triumphal procession, Id.Sull. 34; σοβαρωτέρα τιμῇ at a more impressive price, Ael.NA16.32;σ. ἀναθήματα Id.Fr.67
. Adv. - ρῶς ib.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοβαρός
См. также в других словарях:
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek