-
1 Σμαραγος
-
2 σμάραγος
σμάραγος, ὁ, E. M. u. Schol. Il. 16, 463 erkl. ὁ ἀπὸ σπαραγμοῠ ἦχος.
-
3 Σμάραγος
Σμάραγοςmasc nom sg -
4 Σμάραγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σμάραγος
-
5 πυρι-σμάραγος
πυρι-σμάραγος, im oder vom Feuer tosend, krachend, Theocr. syrinx (XV, 21), Πόϑος.
-
6 πολυ-σμάραγος
πολυ-σμάραγος, viel od. sehr rauschend, tönend, = πολύηχος, Hesych.
-
7 φιλο-σμάραγος
φιλο-σμάραγος, Lärm, Getöse liebend, Nonn. D. 3, 77.
-
8 βαρυ-σμάραγος
βαρυ-σμάραγος, dumpf rasselnd, tönend, Nonn. D. 1, 156.
-
9 μεγαλο-σμάραγος
μεγαλο-σμάραγος, stark tosend, Luc. Iov. Trag. 1.
-
10 ἀ-σμάραγος
ἀ-σμάραγος, ohne Lärm, Opp. H. 3, 428.
-
11 ἁλι-σμάραγος
ἁλι-σμάραγος, κυδοιμός, wie das Meer rauschend, Nonn. D. 39, 362.
-
12 ἐρι-σμάραγος
ἐρι-σμάραγος, sehr tosend, donnernd, Zeus, Hes. Th. 815 u. sp. D., wie Nonn. D. 36, 304; ϑάλασσα Mus. 318; ἀστραπή Luc. Tim. 1.
-
13 Σμάραγον
Σμάραγοςmasc acc sg -
14 σμαραγέω
Grammatical information: v.Other forms: Aor. - ῆσαιCompounds: As 2. member (directly referring to the verb) in ἐρι-σμάραγος `droning loudly' (Hes. of Ζεύς, late also of θάλασσα a. o.), also πολυ-, βαρυ-, ἁλι-σμάραγος a. o. (Opp., Nonn.). Also σμαραγίζω `id.' (Hes. Th. 693), σμαράσσω (EM), μαράσσω (Erot.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Onomatopoet. like λαλαγέω, παταγέω, σφαραγέομαι, ῥαθαγέω a. o. with λαλαγή, πάταγος, σφάραγος, ῥάθαγος a. o.; σμαράσσω like πατάσσω, ῥαθάσσω a. o. -- Improbable hypothesis on the origin (reformation of σφαραγέομαι after ( σ)μάραγνα `whip') by Güntert Reimwortbild. 159. -- Furnée 227 considers σφάραγος as a variant (with φ\/μ) and so takes the two words as Pre-Greek.Page in Frisk: 2,747Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμαραγέω
-
15 ερισμαραγος
-
16 μεγαλοσμαραγος
-
17 πυρισμαραγος
-
18 βαρυσμάραγος
A = βαρύκτυπος, Nonn.D.1.156.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυσμάραγος
-
19 μεγαλοσμάραγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοσμάραγος
-
20 πολυσμάραγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσμάραγος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σμάραγος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμάραγος — ὁ Α ονομασία ενός δαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμαραγῶ*] … Dictionary of Greek
Σμάραγον — Σμάραγος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσμάραγος — μεγαλοσμάραγος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σμαραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, βροντώ»), πρβλ. ερι σμάραγος, φιλο σμάραγος] … Dictionary of Greek
πυρισμάραγος — ον, Α αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι σμάραγος, μεγαλο σμάραγος) … Dictionary of Greek
πολυσμάραγος — ον, Α (για θάλασσα ή ποταμό) αυτός που παράγει μεγάλο θόρυβο, πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κροτώ»), πρβλ. φιλο σμάραγος] … Dictionary of Greek
φιλοσμάραγος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά τον θόρυβο, την βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σμάραγος (< σμαραγῶ «κάνω θόρυβο»), πρβλ. βαρυ σμάραγος] … Dictionary of Greek
αλισμάραγος — ἁλισμάραγος, ον (Α) βροντερός σαν θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι (< ἅλς) + σμάραγος < σμαραγῶ ( έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»] … Dictionary of Greek
ασμάραγος — ἀσμάραγος, ον (Α) ο αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σμαραγος < σμαραγώ «κάνω θόρυβο» (πρβλ. αλισμάραγος, βαρυσμάραγος κ.ά.] … Dictionary of Greek
βαρυσμάραγος — βαρυσμάραγος, ον (Α) ο βαρύκτυπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σμάραγος < σμαραγώ ( έω) «κάνω θόρυβο, πάταγο»] … Dictionary of Greek
ερισμάραγος — ἐρισμάραγος, ον (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο Διός», Ησίοδ.) 2. (για την αστραπή) («ἐρισμάραγος ἀστραπή», Λουκιαν.) 3. γεν. αυτός που ηχεί δυνατά («ἐρισμάραγος θάλασσα», Μουσαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) +… … Dictionary of Greek