-
1 σμάραγνα
σμάραγνα, ἡ, die Klatsche, Peitsche, Geißel (?).
-
2 σμάραγνα
σμάραγνα, ἡ, die Klatsche, Peitsche, Geißel -
3 μάραγνα
μάραγνα, ἡ, oder nach Schol. Eur. Rhes. 817 μαράγνα, wie σμάραγνα, Geißel, Peitsche; μαράγνης δοῦπος, Aesch. Ch. 369; Eur. Rhes. 817; Plat. com. bei Poll. 10, 56.
См. также в других словарях:
σμαράγνα — σμαράγνᾱ , σμάραγνα sounding seourge fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμάραγνα — ἡ, Α βλ. μάραγνα … Dictionary of Greek
MARRUGINA — in Glossis optimae notae redditur εἶδος παλεούρουἔςι δὲ ἀκανςθῶδες δένδρον, paliuri species, quoe est arbor spinosa. Ubi marrugina idem videtur, quod μάραγνα; quam vocem usurpat Chaldaeus Interpres, ad locum 1. Regum c. 12. v. 11, Pater meus… … Hofmann J. Lexicon universale
μάραγνα — η (Α μάραγνα και σμάραγνα) νεοελλ. το μαστίγιο που χρησιμοποιείται από τους ιπποδαμαστές για τον δαμασμό τών ίππων αρχ. μαστίγιο («μάραγνα μάστιξ, ῥάβδος, ταυρεία», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαζί με την αντίστοιχη της συριακή māragnā είναι παράλληλα… … Dictionary of Greek