-
1 καταλειπτος
См. также в других словарях:
κατάλειπτος — κατάλειπτος, ον (Α) [καταλείφω] αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ») … Dictionary of Greek
1 καταλειπτος
κατάλειπτος — κατάλειπτος, ον (Α) [καταλείφω] αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ») … Dictionary of Greek