Перевод: со всех языков
σμαλτωμένος/ru
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
εφυαλωμένος — η, ο επιχρισμένος με υαλώδες επίχρισμα, υαλογανωμένος, σμαλτωμένος, εμαγιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. εφυαλώνω διάφορο τού εμφιαλωμένος (< εμφιαλώνω)] … Dictionary of Greek
εμαγιέ — άκλ. (λ. γαλλ.) 1. (για πήλινα ή μεταλλικά σκεύη) ο σμαλτωμένος: Εμαγιέ κατσαρόλα. 2. ως ουσ., εμαγιέ, το μετάλλινο μαγειρικό σκεύος σμαλ τωμένο: Το φαΐ είναι ακόμη στο εμαγιέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)