-
1 копать
σκάπτω, σκάβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копать
-
2 копать
копатьнесов1. (рыть) σκάβω, σκάφτω, σκάπτω, ὀρύσσω·2. (вскапывать) σκάπτω, ἀνασκάπτω·3. (выкапывать) ξεθάβω, ἐκθάπτω, ξεχωνω. -
3 выкапывать
σκάβω, σκάπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выкапывать
-
4 прорывать
1. (копать) σκάβω, σκάπτω 2. (нарушать целостность) διασπώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорывать
-
5 рыть
(εκ)σκάβω, σκάπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рыть
-
6 взрывать
взрывать Iнесов ἀνατινάζω, τινάζω στον ἀέρα:\взрывать мост ἀνατινάζω τή γέφυραвзрывать IIнесов (землю) σκάβω, σκάπτω, ἀνασκάβω, ὁργώνω/ ἀροτριώ (пашню). -
7 вскапывать
вскапыватьнессв. σκάβω, σκάπτω, ἀνασκάβω. -
8 выкапывать
выкапыватьнесов1. (яму и т. п.) σκάβω, σκάπτω·2. (что-л.) ξεχώνω, ἀνασκάπτω, ξεθάβω·3. перен ἀνακαλύπτω, βγάζω στήν ἐπιφάνεια, ξεσκαλίζω. -
9 вырывать
вырывать Iнесов прям., перен ἀποσπώ/ξεριζώνω (с корнем):\вырывать из рук ἀρπάζω ἀπ' τά χέρια· \вырывать зуб βγάζω ἕνα δόντι, ἐξάγω ὁδόντα· \вырывать листок нз блокнота κόβω ἕνα φύλλο ἀπό τό σημειωματάριο· \вырывать признание ἀποσπώ ὁμολογία.вырывать IIнесов безл (о рвоте) ξερνῶ, κάνω ἐμετό, ἐμῶ.вырывать IIIнесов1. (яму и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνοίγω λάκκο· 2, (откопать что-л.) ξεθάβω, ξεχώνω. -
10 накопать
накопатьсов σκάβω, σκάπτω, ἀνορύσσω, ἀνασκάπτω. -
11 перерывать
перерывать Iнесов (нитку и т. п.) κόβω, σπάζω.перерывать IIнесов1. (землю, грунт) (ἀνα)σκάπτω, (κατα)σκάβω·2. (вещи и т. п.) разг ἐρευνώ, ψάχνω. -
12 прокапывать
прокапыватьнесов σκάβω, σκάπτω. -
13 прорывать
прорывать Iнесов1. (разрывать) σχίζω, τρυπώ:\прорывать носо́к σχίζω τήν κάλτσα·2. (какую-л. преграду) σπάνω (μετ.), διασπώ:\прорывать блокаду σπάνω τόν ἀποκλεισμό· \прорывать ли́иию оборо́ны противника διασπώ τήν ἀμυντική γραμμή τοῦ ἐχθροῦ.прорывать IIнесов (рыть) σκάβω, σκάπτω, ἀνοίγω (σκάβοντας). -
14 разрывать
разрывать Iнесов1. (ξε)σχίζω, κομματιάζω, καταξεσχίζω/ ξηλώνω (по шву)/ σπάζω (о веревке и т. п.):\разрывать письмо σχίζω τό γράμμα·2. перен διακόπτω, ξεκόβω, σπάζω:\разрывать отношения διακόπτω τίς σχέσεις· \разрывать цепи рабства σπάζω τίς ἀλυσίδες τής σκλαβιάς.разрывать IIнесов1. (землю и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνασκάπτω·2. перен ἀνακατώνω. -
15 прорыть
ρ.σ.μ.1. σκάβω, (εκ)σκάπτω. || σκάβω διαμπερώς• κάνω σήραγγα.2. σκάβω (για ένα χρον. διάστημα).1. προχωρώ ανοίγοντας δρόμο.2. ψάχνω, ανασκαλίζω, -ευω•прорыть в бумагах целый час ανασκαλεύω τα χαρτιά ολόκληρη ώρα.
См. также в других словарях:
σκάπτω — dig pres subj act 1st sg σκάπτω dig pres ind act 1st sg σκά̱πτω , σκῆπτρον staff neut nom/voc/acc dual (doric) σκά̱πτω , σκῆπτρον staff neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάπτω — ΝΜΑ βλ. σκάβω … Dictionary of Greek
σκάπτω — βλ. σκάβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάπτῳ — σκά̱πτῳ , σκῆπτρον staff neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκάπτον — σκάπτω dig pres part act masc voc sg σκάπτω dig pres part act neut nom/voc/acc sg σκάπτω dig imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σκάπτω dig imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάπτῃ — σκάπτω dig pres subj mp 2nd sg σκάπτω dig pres ind mp 2nd sg σκάπτω dig pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάψαι — σκάπτω dig aor imperat mid 2nd sg σκάπτω dig aor inf act σκάψαῑ , σκάπτω dig aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάψει — σκάπτω dig aor subj act 3rd sg (epic) σκάπτω dig fut ind mid 2nd sg σκάπτω dig fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάψον — σκάπτω dig aor imperat act 2nd sg σκάπτω dig fut part act masc voc sg σκάπτω dig fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάψουσι — σκάπτω dig aor subj act 3rd pl (epic) σκάπτω dig fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σκάπτω dig fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)